United States or Peru ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' ο εφημέριος έκαμε λάθος και ήλθεν επάνωτα μεσάνυκτα. Η γραία όμως έλαβε τα μέτρα της και έκλεισε μόνη της πόρταις και παράθυρα. Άρχισε το Μυστήριον. Οι ολίγοι καλεσμένοι ήλθαν όλοι. Άλλαξε τα δακτυλίδια ο εφημέριος. Η γραία μήτηρ είνε ήσυχος. Πόρταις και παράθυρα κλειστά. Μόνον που δεν άκουσε τον πετεινόν.

Ήσυχος είταν και σιγανός, μα βαθύς κι ο ανασασμός της. Παράξενη την είπα και μαγικιά τότες που έπαιρνε τον κατήφορο βεργολυγερή και γοργοπόδαρη. Μα τα πιο αξετίμωτα μάγια της, κρυμμένα εκείνη την ώρα στα φυλλοκάρδια της μέσα, δεν ταγνάντευες τότες σαν τώρα, που λες και τάβγαζε και σα στολίδια τα ξετύλιγε και τα γλυκοκαμάρωνε. Πολλά, θα μου πης, τα τόσα παινέδια για μια μαζώχτρα.

Και απάντησε ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης• «Κ' εγ' όλα τούτα, τέκνο μου, θέλει σου 'πω μ' αλήθεια• και μόνος σου φαντάζεσαι πως τούτα ήθελε γείνουν, 255 αν ζωντανόν τον Αίγισθοτα μέγαρα ήθελ' εύρη τότε ο ξανθός Μενέλαος, φθασμένος απ' την Τροία. τότε ουδέ χώμα εις τον νεκρόν εκείνου ήθελε ρίξουν, αλλά θα τον κατάτρωγαν πετούμενα και σκύλοι απόρρικτοντην εξοχήν• ουδ' ήθελε Αχαιίδα 260 καμμιά τον κλάψη• ότι έπραξεν έργο φρικτό και μέγα• ότι εκεί μέναμεν εμείς, 'ς τους τρομερούς αγώναις, και αυτός, εις τ' Άργους την καρδιάν, ήσυχος την γυναίκα έπασχε του Αγαμέμνονα με λόγια να μαγεύση. και αρνιόνταν πρώτα τ' άπρεπον έργον η Κλυταιμνήστρα• 265 ότ' είχε γνώμην αγαθή• και ακόμ' είχε σιμά της τον αοιδόν, 'που ως έφευγεν ο Ατρείδης για την Τροία να του φυλά την σύντροφο θερμά 'χε παραγγείλει. αλλ' ότε η μοίρα των θεών τον σπέδισε να πέση, τότ' έσυρε τον αοιδόν ς' έρμο νησί και αφήκε, 270 ηύρεμα να 'ναι και τροφή των πετεινών, κ' εκείνην πρόθυμος εις το σπίτι του πρόθυμην την επήρε. και των θεών εις τους βωμούς πολλά 'καψε μερία, πολλά στολίδια κρέμασεν, υφάσματα, χρυσάφι, ότ' είχε πράγμ' ανέλπιστο και μέγα κατορθώσει. 275 κ' εμείς αντάμα επλέαμεν, ως φίλοι, εγώ και ο Ατρείδης, απ' την Τρωάδα ερχόμενοι• αλλ' όταντου Σουνίου των Αθηναίων φθάσαμε το άγιον ακρωτήρι, του Μενελάου φόνευσε τότε τον κυβερνήτην ο Φοίβος ο Απόλλωνας με τ' άλυπά του βέλη, 280 ενώ του πλοίου, 'πώτρεχεν, εκράτει το τιμόνι, τον Φρόντι του Ονήτορα, 'που εις όλους ήταν πρώτος, όταν μανίζ' η τρικυμιά, να κυβερνά καράβι. κ' έτσι αυτός, μ' όλον 'που 'χε βια, έμεινε αυτού να θάψη τον φίλο, και νεκρώσιμα να του προσφέρη δώρα. 285 αλλ' όταν εις τα πέλαγα τα σκοτεινά κ' εκείνος εβγήκε με τα πλοία του, και 'ς τ' όρος τον Μαλέα γοργά 'φθασε, ο βροντόφωνος Δίας φρικτό ταξείδι του ετοίμασε, και του 'στειλε σφοδρών πνοαίς ανέμων, και κύματα, 'που εφούσκοναν και ως όρη εμεγαλόναν. 290 και τα καράβια χώρισε, μέρος σιμάτην Κρήτη, 'που κατοικούν οι Κύδωνες, 'ς το ρεύμα του Ιαρδάνου. μια πέτρα υψόνεται γλυστρή, 'ς τα σκοτεινά πελάγη, 'ς άκρη της Γόρτυνος, και αυτού, προς την Φαιστόν, ο Νότος προς τ' ακρωτήρι το ζερβί μεγάλο κύμ' αμπώθει, 295 κ' εκείν' η πέτρα η μικροστή μέγ' αποδιώχνει κύμα. ήλθαν αυτού, και μεταβιάς οι άνδρες εσωθήκαν, κ' εσύντριψαν τα κύματατους βράχους τα καράβια• και τ' άλλα πέντ' ετράβιξε μαυρόπλωρα καράβιατην Αίγυπτο της θάλασσας η ορμή και των ανέμων. 300 και πλούτη αυτού και μάλαμμα εσύναζεν εκείνος, γυρνώντας με τα πλοία τουανθρώπους αλλοφώνους.

Είναι αλήθεια πως αναγκάστηκε να καθίση ήσυχος μερικόν καιρό, τότες που ο Κωσταντίνος βγήκε σε πόλεμο, και χτυπήσαντας Γότθους και Σαρμάτες, τους πρώτους τους χριστιάνεψε μέγα μέρος, κι από τους δεύτερους αφήκε ως τρακόσες χιλιάδες και κατοικήσανε σε διάφορους τόπους του βασιλείου.

Ας αφήσωμεν τον ξένον ημών να αναγνώση ήσυχος τας πρωινάς του εφημερίδας, χωρίς ν' αναγράψωμεν τας εξ αυτών εντυπώσεις του περί της γλωσσικής και δημοσιογραφικής προόδου των Αθηνών.

Και ο δεσμώτης, Θωμαή μου, όταν βραδύνη η χάρις, και απολέση πάσαν απελευθερώσεως ελπίδα, γέρνει επάνω εις τα δεσμά του και αποκοιμάται ήσυχος πλέον . . . — Να πάγω να του κάμω τουλάχιστον ένα μνημόσυνο! Εψιθύρισε καθ' εαυτήν η Θωμαή και απεκοιμήθη, σκεπασθείσα με το μαύρο της το σάλι, ως ήτο, επακκουμβώσα προς το πλευρόν, ως καλογραία της Τήνου αποκοιμηθείσα επάνω εις τον κανόνα της.

Ήταν ήσυχος ανθρωπάκος αυτός, φευγάτος από την πατρίδα του, πολιτογραφημένος στην Ελλάδα, από τη δουλειά και την κακοπάθεια αφανισμένος. Είχεν ολόκληρη λυκοφαμελιά στη ράχη του κ' εκαταλάβαινε πως δεν του έμενε καιρός για μαλώματα και καυγάδες. Αλλ' ενώ εδιάβαινε κοντά στον Κώστα τον θερμαστή, εκείνος άπλωσεν επίβουλα την αρίδα του, επεδικλώθηκεν ο ναύτης κ' εκύλισε χάμω σαν ασκί.

Λίγο λίγο ξεφανερώνουνται όλα και ξετρυπώνουν. Γκρέμησε πια τα ντουβάρι. Κάθουμαι και προσμένω στο παλιό μας το σπίτι. Στην Πόλη εκεί κάτω. Εγώ έχω μάτια και βλέπω. Μη φοβάσαι. Τώρα είμαι ήσυχος. Δε θυμώνω. Εδώ χρειάζεται κρύο αίμα και σκέψη. Κρυφά κρυφά όλα τα παρατηρώ ένα ένακαι παίρνω και σημείωση. Θέλει το πράμα συλλογή, πομονή και πονηριά. Μη φοβάσαι.

Ο ήσυχος παρατηρητής θα βρη πίσω από ένα λεπτό παραπέτασμα κρυμένο το πορτραίτο της μητέρας, της πεθαμένης, της συμπαθητικής μαμάς, που πνίγηκε στην ατμόσφαιρα αυτή, που τίποτε καλό δεν μπορεί ν' αναπτυχτεί.

Αυτός είχεν έναν αδελφόν ονόματι Ραβά, εις τον οποίον άφησε την επιστασίαν της πραγματείας του και του σπητιού του, και το περισσότερον την γυναίκα του· και τον παρεκάλεσε να την βλέπη προσεχτικώς εις κάθε της χρείαν ωσάν να ήτον ο ίδιος. Ο Ραβά έταξε, πως θέλει έχει όλην την έννοιαν και φροντίδα του εις αυτήν, και εις τας υποθέσεις του· και εις αυτό ας σταθή ήσυχος, και να μη φροντίζη τίποτε.