United States or Hong Kong ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δέφτερος του Τυδέα ο γιος τινάζει το κοντάρι, 855 κι' η Αθηνά του τόμπηξε στου λαγγονιού την άκρη οπούχε τη φασκιά ζωστή· εκεί τον πετυχαίνει και τον τρυπάει, και τ' όμορφο κορμί του σακατέβει, κι' ύστερα πάλι όξω τραβάει το φράξινο κοντάρι. Κι' έσκουξε ο Άρης σαν εννιά ή σα χιλιάδες δέκα, 860 που σκούζουν όταν έρχουνται στα χέρια και χτυπιούνται.

Σκότωσε αφτόν με μπαμπεσιά, όχι απ' αντριά ο Λυκούργος, σ' ένα στενό, όπου απ' τη σφαγή ο σιδερένιος όγκος δεν τόνε γλύτωσε, τι πριν προφταίνει και στη μέση κρυφά ο Λυκούργος τον τρυπάει, κι' ανάσκελα τον στρώνει· 145 έτσι του πήρε τ' άρματα που τούχε δώσει ο Άρης.

Και απ' τον θεόν κινούμενος άρχισε και τραγούδι έβγαλ', εκείθε πιάνοντας, 'που μέρος των Αργείων, 500 αφού ταις σκηναίς έκαψαν, με τα καράβια φύγαν, κ' οι άλλοι με τον ένδοξον εμέναν Οδυσσέα των Τρώων εις την αγορά, μες τ' άλογο κρυμμένοι• τι το 'χαντην ακρόπολι μόνοι τους σύρ' οι Τρώες. τ' άλογον έστεκεν αυτού, και ολόγυρά του εκείνοι 505 καθήμενοι πολλά 'λεγαν και τρεις η γνώμαις ήσαν• ή με το σκληρό σίδερο να σχίσουν τ' άδειο ξύλο, ή, αφού το σύρουν κάτακρα, 'ς ταις πέτραις να το ρίξουν, ή να τ' αφήσουν των θεών μέγα ιλαστήριο δώρο, όπως κατόπιν έμελλε το πράγμα να τελειώση. 510 ότ' ήταν μοίρα να χαθή η πόλι, αμ' αγκαλιάση το μέγα ξύλιν' άλογο, 'που των Αργείων τ' άνθος μέσα του εκλειούσε, κ' έφερναν φόνο, φθορά των Τρώων. κ' έψαλνε πώς οι Αχαιοί την πόλιν ερημώσαν από του αλόγου την βαθειά καθίστρα ορμώντας όλοι• 515 κ' έψαλνε πώς άλλοι αλλαχού την πόλι ξολοθρεύαν, αλλ' ο Οδυσσηάςτα δώματα του Δηιφόβου εχύθη μαζή με τον ισόθεον Μενέλαον, ως ο Άρης, και μάχην πώς εκεί φρικτήν ετόλμησεν εκείνος, και η μεγαλόψυχη Αθηνά του εχάρισε την νίκη. 520

Έτζι είπε ο Δίας· και σ' αυτά τα θεϊκά του λόγια, Για τους Μπακάκους θλιβερά και μαύρα μοιριολόγια, Ο Άρης αποκρίθηκε, και λέγει προς τον Δία, 575 Δεν είν' δουλιά της Αθηνάς, μήτ' εδική μου αντρεία, Στο χαλασμό των Μπακακών να βάλωμεν εμπόδιο.

Είπε, κι' ατός του κάθησε στης Πέργαμος την άκρη. 460 Μα ο Άρης πήγε το στρατό και γκάρδιωνε των Τρώων όμιος σα νάταν των Θρακών ο στρατηγός Ακάμας, και στους θεοσπαρμένους γιους φωνάζει του Πριάμου «Γιοί του Πριάμου, των θεών βλαστάρια, ως πότε ακόμα θ' αφίνετε έτσι απ' τους οχτρούς να σφάζεται ο λαός σας; 465 Για λέτε ως να ζυγώσουν πια στις στεριωμένες πόρτες; Χάσαμε ένα άντρα ισότιμο του Έχτορα εδωπέρα, το γιο του μεγαλόψυχου Αχίση, τον Αινεία.

Τώρα όσο στέκανε οι θεοί απ' τους αθρώπους χώρια, τόχαν μεγάλη οι Δαναοί χαρά που ο Αχιλέας βγήκε στον κάμπο, και καιρό σπαθί δεν είχε αγγίξει· όμως τρέμουλα σύγκορμη τους Τρώες παραλούσε κι' απελπισιά, που το γοργό θωρούσαν Αχιλέα 45 καθώς μες στ' άρματα άστραφτε σα θνητοφάγος Άρης.

Αφτά στα νου 'χε κι' έστεκε, και φτάνει ο Αχιλέας, 131 φτάνει κοντά σα φονικός θεριακωμένος Άρης σιώντας στη χούφτα τη δεξιά το φράξο το βουνήσο, φριχτό, και γύρω του ο χαλκός σα φλόγα αντιφεγγούσε καν φουντωμένης πυρκαγιάς καν ήλιου π' ανεβαίνει. 135 Τον βλέπει ο Έχτορας, δειλιάει κι' αφτού πια πού να μείνει! ... πίσω του αφίνει το καστρί και δρόμο αλαφιασμένος.

Και μες στην πόλη ο στεναγμός περνά· στενάζουνε κ’ οι πύργοι κ’ η χώρα που τους αγαπούσε και στους διαδόχους μένουνε τα κτήματα, γι’ αυτά που η αμάχη κι ο άθλιος θάνατος τους βρήκε. -Με ισιάδα μεραστήκανε οι αψίκαρδοι τα κτήματά τους, κ’ οι φίλοι τους παράπονο δεν έχομε με το συβιβαστή τους και δε χαρίστηκεν ο Άρης.

Μα τέλος πια σα διάβηκαν χαντάκι και παλούκια τρεχάτοι, κι' έπεσαν πολλοί απ' των οχτρών τα χέρια, στάθηκαν τότες κι' έμεναν εκεί κοντά στα πλοία 345 σκούζοντας ένας τ' αλλουνού, και μ' απλωτά όλοι χέρια τον κάθε φώναζαν θεό μ' αντάρα και περκάλια· κι' ο Έχτορας τ' ωριότριχο ζεβγάρι απάνου κάτου γύρναε, λες πλάκωσε Γοργό ή θνητοφάγος Άρης.

Ως προς δε την ανδρείαν, ουδέ ο Άρης ανθίσταται εις τον Έρωτα· διότι δεν κατέχει ο Άρης τον Έρωτα, αλλ' ο Έρως τον Άρην, ο έρως της Αφροδίτης, ως λέγεται· ισχυρότερος δε ο κατέχων του κατεχομένου· και αφού είνε ισχυρότερος του ανδρειοτάτου των άλλων, πρέπει κατ' ανάγκην να είνε ο ανδρειότατος όλων.