Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025


Τρεις τότε χύθηκε φορές σα θνητοφάγος Άρης φριχτά αλυχτώντας, και τις τρεις εννιά 'σφαξε ανομάτους· 785 μα κι' όταν τέταρτη όρμησε σαν το στοιχιό με τ' όπλο, τότε αχ! η ώρα, Πάτροκλε, σου σήμανε η στερνή σου! Τι ομπρός του βγήκε σκιαχτερός ο Φοίβος μες στη μάχη δίχως στον τόσο αναβρασμό πως πλάκωνε να νιώσει.

Και πήδηξε απ' τον πόνο85 τι μπήκε στο μιαλό ο χαλκόςκαι τ' άλλα μπέρδεψε άτια καθώς κυλιούνταν στην πικρή σαΐτα καρφωμένο. Κι' εκεί π' ο γέρος χύθηκε κι' έκοβε με την κάμα τ' αλόγου τα παράλουρα, να! φτάνουν του Εχτόρου τα γλήγορα άτια, κι' έφερναν τον άσκιαχτο αμαξά τους μες στο κυνήγι.

Πλημμύρησε ολόγυρα, χύθηκε ανάμεσα σε κλαδιά, γλύστρησε στανοίγματα των παραθυριών, κατέβηκε από τις σαθρωμένες στέγες, πέρασε από τρύπες και χαραμάδες και μοίρασε από ένα γλυκό όνειρο σε κάθε κρεββάτι. Μονάχα στο στρώμα της όμορφης χήρας δεν μπόρεσε ναφήση το χάρισμά του. Καθώς γλύστρησε απ' τη σχισμάδα του παραθυριού, αντίκρυσε δυο μεγάλα μάτια, ορθάνοικτα, γεμάτα δάκρυα.

Ανετινάχθη φρίσσουσα, εξύπνησε, και διετύπωσε προς εαυτήν, ως εις παραμίλημα πυρετού, μίαν αλλόκοτον ερώτησιν. «Τάχα το αίμα το πνιγμένο φωνάζει, όπως και το αίμα που χύθηκε

Είπε• κ' εκείνος χύθηκε, κ' επρόσταξε τους άλλους επιμελείς θεράπονταις να τον ακολουθήσουν, τα ιδρωμένα τ' άλογα απ' τον ζυγόν ελύσαν, και 'ς τ' αλογίσινα παχνιά τα δέσαν, και εις εκείνα 40 ζειά τους βάλαν, κ' έσμιξαν μ' αυτήν λευκό κριθάρι•τους τοίχους τους ολόφωτους έκλιναν και τ' αμάξι• και αυτούςτο θείον έμπασαν παλάτι• άμ' είδαν κείνοι του διοθρεμμένου βασιληά τα δώματα, εθαυμάζαν• ότι ωσάν λάμψι του ήλιου, ή της σελήνης, ήταν 45το δώμα το υψηλόσκεπο του ενδόξου Μενελάου. και αφού θωρώντας χάρηκαν το θέαμα τριγύρω, 'ς τα καλοσκάλιστα λουτρά εμπήκαν κ' ελουσθήκαν. και αφού τους λούσαν κ' έχρισαν η δούλαις με το λάδι, και τους εφόρεσαν κρουσταίς χλαμύδαις και χιτώναις, 50 σιμά του Ατρείδη εβάλθηκαν εις θρόνους να καθήσουν. και νίψιμο η θεράπαινα φέρνει και από προχύτη χύνει, εύμορφον, ολόχρυσο, 'ς ολάργυρη λεκάνη, για να νιφθούν κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός τους. και η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτον παραθέτει, 55 και απ' όσα φύλαγε φαγιά προσφέρει τους περίσσα• και κρέατα κάθε λογής εις τα πινάκια φέρνει ο μοιραστής, και ολόχρυσα ποτήρια παραθέτει.

Τούνιωσε τότε η αντρικιά καρδιάκαι τούρθε σύγκριατο θεϊκό το δάχτυλο, πως κάθε μάχης τέχνη 120 του χάλναε ο Δίας κι' ήθελε τους Τρώες να νικήσουν. Τότε έτσι ο Αίας κώλωσε οχ τα κοντάρια πίσω, κι' εκείνοι ακούραστη φωτιά στο σπαθωτό καθίζουν σκαφί· και φλόγα απάνου εφτύς του χύθηκε ρημάχτρα. Σαν έτσι τότρωγε η φωτιά.

Εκείνος όμως καβαλλάρης και ξεσπαθωμένος χύθηκε καταπάνω τους, και σαν έκοψε κάμποσους κατώρθωσε να περάση και να ξεφύγη. Οι Πέρσοι ως τόσο πήγαιναν ομπρός και ρημάζανε Συρία και Μικρασία. Τα Ρωμαϊκά στρατεύματα τότες βάλανε στρατηγό τους άλλον Έλληνα, τον Κάλλιστο.

Μα τότες ο αστραπεφτής της είπε γιος του Κρόνου «Ήρα, για κει είναι κι' έπειτα καιρός να μου μισέψεις, Μον έλα εμείς τον έρωτα μια στάλα να χαρούμε, τι ως τώρα πόθος γυναικός ή και θεάς ποτές μου 315 στα στήθια δε μου χύθηκε, δε μ' άγγιξε τα σπλάχνα, όσο σε θέλω και γλυκιά τώρα με φλέγει αγάπη328

Άμα σβήσανε οι τελευταίοι τόνοι, χύθηκε σιωπή στην κάμαρα, μια σιωπή όμως επίσημη. Η γυναίκα μου σηκώθηκε κ' έκλεισε το πιάνο. — Δεν μπορώ πια σήμερα, είπε για δικαιολογία. Μας κοίταξε όμως όλους κ' εννόησε ποια χαρά μας έδωσε. Το πρόσωπό της έλαμψε, πέρασε κοντά μου και πήγε στα παιδιά και τα πήρε κ' έσφιξε στους ώμους της τα κεφάλια τους. — Ευχαριστήστε το μικρό αδερφό, είπε. Αυτός με βοήθησε.

Ο κόσμος έτρεχε από πίσω καταϊδρωμένος, κατασκονισμένος, μισοπαράλυτος. Και δεν έπαυε να φωνάζη κάθε τόσο ρυθμικά και μονότονα : — Κύριε ελέησον!... Κύριε ελέησον!... Κύριε ελέησον!... Έτσι έφτασε στο σταυροπάζαρο· ερμιά στο δρόμο· τα μαγαζιά όλα κατάκλειστα. Πέρασε το γεφύρι του Τζαφέρη και χύθηκε σαν πλημμύρα στην πλατεία του Άηδημήτρη.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν