Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 13 Ιουνίου 2025
Πλανήθηκε σαράντα μέρες δρόμο, πέρασε σαράντα πολιτείες, και διάβηκε κάμπους και βουνά, ποτάμια και θάλασσες, ως που να φτάση στο μέρος που ξενειτεύονταν ο αδελφός του. Δε γνώριζε κανένα, ούτε κανένας πατριώτης βρίσκονταν εκεί. Είταν μεγάλη Παρασκευή, όταν μπήκε σ' αυτήν την πολιτεία, μέσα στην Ανατολή, κοντά στην Κόνια.
Να ξεκινήση πρώτα η νύφη και να γλυτώση από το χάρο, αν είνε γραμμένο να φτάση ως εδώ το δρεπάνι του. Στη χώρα δεν κονεύουνε μήτ' ένα μερόνυχτο. Πολύ φόβο δεν έχουν εκεί. Μ' αν τακούση η κερά Δέσπω, θα την πιάση τρομάρα. Εσύ και γω να τα ξέρουμε μονάχοι μας. Ακούς; Κερ. Έννοια σου δα κι άχυρα δεν τρώγω. Μόνο μια χάρη, Γαρουφαλίτσα μου. Να μου δώσης του γάμου φαεί. Ψοφώ της πείνας. Γαρουφ.
Τέλος την Πέφτη, αφού πρώτα εβγήκαν οι συγγενείς του να ψάξουν τους δρόμους και οι γυναίκες ετράβηξαν εμπρός να διώξουν κάθε κακό συναπάντημα, εκατόρθωσε να φτάση στη γολέτα. Και τόρα η κουκουβάγια δεν είχε σκοπό να ξεκολλήση από το καράβι! Ήρθε πάλι κ' εκάθησε στο κατάρτι. Ήταν γυρισμένη στον καπετάνιο κ' εστύλωνε τα μεγάλα μάτια της καταπάνω του.
Δέσε στο χέρι μου το χέρι, έτσι όπως τότε μιαν ημέρα· πουλιά λαλούσαν στον αέρα, στης άνοιξης το πρώτο χάδι στους κλώνους έλιωνε το χιόνι· ήταν βαθιά μες στο λαγκάδι και βρέθηκες κοντά μου μόνη. Δε λέω το μυστικό σου· στάσου να πω μονάχα τη χαρά σου όταν στο λόφο είχαμε φτάση κι αντίκρυσες τον ήλιο κάτου, που χρυσοφώτιζε τα δάση· σ' ένα λαμπρό βασίλεμά του.
Πριν φτάση έξω από τα χωριά τον απαντάει ο διάβολος· — Γεια σου, πατριώτη. — Γεια της αφεντιάς σου, κυρ διάολε. — Πούθεν έρχεσαι; — Από το γιαλό. — Και η βροχή πού σ' απάντησε ; — Στο δρόμο. — Έλα δα!... — Μα τα κέρατά σου στο δρόμο. — Και δε βράχηκες; Εγώ έγινα μουσκίδι. Ο ναύκληρος εγέλασε. — Α, λέγει, πονηρά! Εγώ ξέρω μια τέχνη και δε βρέχουμε.
Πριν να φτάση ο προύχοντας με τον ξένο στο σπίτι του, πέρασαν μπροστά από το σπίτι της νυφοκόρης της Κώσταινας. Αυτή, εκείνη τη στιγμή, στέκονταν στην πορειά της, κι' επειδή αιστάνονταν λιθοπάτημα, κάθε φορά που έβλεπε άνθρωπο με φορέματα ξενιτεμένα, είπε στον προύχοντα ντροπαλά-ντροπαλά, πριν εκείνος της δώση την «καλημέρα».
Η όμορφη χήρα πέρασε στενά και σταυροδρόμια, πέρασε χωράφια και ρεματιές, για να φτάση στον καλό της, να τον συντροφέψη όλη τη νύχτα, να του πη τα μυστικά της αγάπης. Το φεγγάρι της έδειξε το δρόμο και την έφερε ως την πόρτα του μοναστηριού. Τα πουλιά και τα κυπαρίσσια τη γνωρίσανε από μακρυά και την καλοδέχτηκαν μ' αγάπη και ψυχοπόνια.
Καν με το νου σοφίζεται Το πώς να τον γελάση, Και τη χαψιά να φτάση Οχ το κλαρί ψηλά. Κοντά στη ρίζα εζύγοσε Και με ταπεινοσύνη, Πλαστήν αγαθοσύνη, Τα μάτια χαμπηλά, Κυρ Κόρακα, του φώναζε Πετούμενο αντριομένο, Με χάρες στολισμένο, Εγώ σε προσκυνώ. Ω! πόσο ωραία κ' ώμορφα Αστράφτουν τα λαμπρά σου Αμίμητα φτερά σου Σε χρώμα έτζι σεμνό.
Σε μια εποχή αλλοτεσινή, που πονηριαίς και δόλοι, Το κύρος είχαν δυνατό στην οικουμένην όλη, Γιατί το Ψέμα τολμηρό με πλάνον είχε φτάση, Τον εαυτό του 'ς των πολλών τη γνώμη να θρονιάση, 20 Με παρρησία στο κοινό όπου ήθελε να τρέχη, Ελεύτερο, ανεμπόδηγο, και κόπον να μην έχη. Να περπατή με σοβαρό, με περιφάνιας ήθος, Και να τρομάζη των μικρών και των τρανών το πλήθος.
— Έτσι φαίνεται· πώς αλλοιώς θα ξηγήσης την τρεμούρα του για δαύτες ; Δος του πέτρες και παλιόχαρτα και πάρ' του την ψυχή. — Ούτε την ψυχή του θέλω, ούτε τη γνώση του. Τούτος, μωρέ μάτια μου, ψηλοκρατιέται. — Και για τούτο χαμηλοπέφτει. — Κατάντησε μπαλόνι κι αρμενίζει στ' ανοιχτά. Πού θέλει να φτάση κ' εγώ δεν ξέρω. — Γένου και συ μπαλόνι να μάθης. — Να πάω απόκοντα; Α! δεν τόχω σκοπό.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν