Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 13 Ιουνίου 2025
Εκεί είταν ένα μικρό βάλτο και στις ιτιές όξω στο βάλτο λαμποκοπούσαν κρεμασμένα χνουδωτά ανθουλάκια. Δεν μπορούσε να τα φτάση, γιατί θα βούλιαζε στο νερό και θα μούσκευε τα πόδια. Μπορούσε όμως να ρίξη μερικά πετραδάκια στο βάλτο και νακούση πώς βροντούσαν και να δη τους μεγάλους πλατιούς κύκλους που κάνανε στο νερό. Το έκαμε και τα μάγουλά του κοκκινίσαν και τα μάτια του λάμψανε από χαρά.
Έτρεχε· πού να την φτάση! σαν έξυπνος τέλος αλείβεται κ' εκείνος νέφτι. Τόρα την φτάνει και την περνάει. Διαβαίνει από το σπίτι του και βάνει τις φωνές: — Γυναίκα, έβγα να πιάσης το χτήμα κ' εγώ έχω δρόμο ακόμη!... — Ο Κώστας ατάραχος εδέχθηκε του Γαλαξειδιώτη το πείραγμα και τους σαρκασμούς των συντρόφων του.
Ή μην ήθελαν να κάμη έτσι το χέρι του και να τον κατεβάση σωρό — κουβάρι από το ψήλωμα; Ο σκοπός είνε να μη φτάση κανείς σε τέτοια. — Κύριε λέησον, μωρέ, το σταυρό σας!.. εφώναξε με λύσσα αντιπατώντας το πόδι του. — Κύριε ελέησον!... Κύριε ελέησον!.. Κύριε ελέησον!.. . εβγήκε τρανταχτό απ' όλα τα στόματα του λαού. Ο φοιτητής αλαφιάστηκε σα να βρυχήθηκε θάλασσα τριγύρω του.
Ψωμί έχομε ολίγο . . . δεν θα μας φτάση. Πάρε ένα καρβέλι . . . λίγο τυρί και κρασί. — Δεν βράζεις καμπόσα αυγά λέω εγώ; Τι θα τα κάμης που τα κρύβεις; — Και τη λαμπρή τι θα βάψωμε; Έλα, έλα, σήκω. — Πώς βαρηέμαι, καϋμένη! απήντησεν ο Δημήτρης, διατείνων εις ύψος τους βραχίονας. — Βαρηέσαι; γιατί τάχα γεινήκαμε πλούσιοι, βαρηέσαι; — Πλούσιοι! αμή δε γενήκαμε πλούσιοι!
Όταν έφτασε στο κάτω μέρος τον βράχον, κάθησε ξεψυχισμένη κέβλεπα το στήθος της νανατινάσεται με αγωνία. Έτρεξα να πάω κοντά της, αλλά μούγνεψε με το χέρι να μείνω εκεί πούμουν. Έμεινε κάμποση ώρα στην ίδια θέση κέπειτα σιγά σιγά ανέβηκε το λίγο μέρος του βράχον, για να φτάση έως στο δέντρο. — Δε μπορώ, παιδί μου, είπε με φωνή πολύ αδύνατη και κομμένη. Εγώ, πρέπει, δεν είμαι μπλειο για ζωή.
Μπορούσε να διαβάζη κι αποπάνω κι αποκάτω, κρατούσε το βιβλίο πότε ορθά πότε ανάποδα και διάβαζε τόσο δυνατά, που αντηχούσε όλο το σπίτι. Τέλος κάθησε λίγες στιγμές μόνος του και συλλογιζότανε. Έπειτα έτρεξε άξαφνα τόσο γλήγορα, σα να είχε βια να φτάση όσο μπορούσε προτήτερα εκεί που ήθελε. Πήγε ίσια στην κάμαρα του μπαμπά, όπου καθότανε κείνος πνιγμένος στους καπνούς.
Ο άνεμος τραβούσε δυνατά, κι' η κάκω η Μήτραινα έτρεχε γλήγορα, πατώντας, όπως λάχαινε, μέσα στες λάσπες, για να φτάση το γληγορότερο στο σπιτοκάλυβό της και να σφίξη στην αγκαλιά το παιδί της.
Είμουνα εγώ ο καβαλλάρης που έτρεχα στον αγκαθωτό τον κάμπο, χωρίς κανείς να μπορή να με φτάση για να κερδίσω το στοίχημα του βασιλιά. ΑΝΝΟΥΛΑ Αλήθεια; Και είσουνα εσύ που ανάστησες το μαρμαρωμένο βασιλόπουλο; ΣΤΑΥΡΟΣ Το μαρμαρωμένο βασιλόπουλο δεν αναστήθηκε ακόμα.
Τα ζεμπούλια σμίγαν απαλά με τις γαλάζιες ανεμώνες, οι γαλάζιες ανεμώνες μ' άσπρες, με λευκόια και μενεξέδες κι όταν κόντευε να φτάση η μέρα του Άιγιανιού κι ο καλοκαιρινός αέρας έπαιζε στις κατεβασμένες κουρτίνες, ήρθανε κ' οι φεγγοβόλες πασκαλιές. Η μαμά κι ο Σβεν είταν εκείνοι που φέρνανε τάνθη κ' είτανε δύσκολο να πη κανείς ποιος από τους δυο ταγαπούσε πιο πολύ.
Κι όταν πια άρχιζε να νυχτώνη, ο Εύδρομος τους έφερνε είδηση, ότι ο γέρος αφέντης τους θα φτάση ύστερ' από τρεις μέρες· το παιδί του όμως θάρθη αύριο. @Εστοχάζονταν λοιπόν τα όσα είχανε γίνει και τάλεγαν και στον Εύδρομο.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν