Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Μαΐου 2025


Ένα βράδυ άνοιξε τα μάτια και την κοίταξε με εκείνο το έντρομο βλέμμα του που της προκαλούσε τόση λύπη και ψιθύρισε σχεδόν χωρίς φωνή πια: «Είναι μακρύς, ντόνα Έστερ μου! Πρέπει να κάνουμε υπομονή.» «Ποιος είναι μακρύς, Έφις;» «Ο δρόμος… Πού να φτάσουμε στο τέρμαΤου φαινόταν πράγματι ότι περπατούσε συνέχεια.

Ο Έφις ακολουθούσε μια σειρά από χωριάτισσες τυλιγμένες στις βαριές τους κάπες και με τον άνεμο να τον χτυπά το στήθος ένοιωθε κάτι καινούργιο, κάτι δυνατό να μπαίνει μες στην καρδιά του. Ο κόσμος περπατούσε θλιμμένος, αλλά ήρεμος, σαν σε λιτανεία, λες και δεν πήγαινε σ’ έναν τόπο γιορτής, αλλά προσευχής.

Κάποια ανατριχίλα χυνότανε γύρω στον σκοτεινό αέρα, κάποιος κρύος φόβος γλυστρούσε μες στο σκοτάδι. Τα Μυστήρια περνούσαν ψηλά απ' το γυμνό κεφάλι του παπά, σαν να τάφερνε ο αέρας ανάλαφρα στα φτερά του. Ο παπάς περπατούσε συλλογισμένος. Ο νους του ήθελε να ξεφύγη με αγωνία από το άγριο θέαμα, που στεκότανε ακόμα μπροστά στα μάτια του.

Αυτά αφού είπαν εκείνες, εφύγανε μαζί με τη νύχτα· κι όταν ξημέρωσε σηκώθηκε ο Δάφνης πασίχαρος κ' έφερνε με δυνατά σφυρίγματα τα γίδια στη βοσκή· κι αφού εφίλησε τη Χλόη κ' επροσκύνησε τις Νύμφες, κατέβηκε στη θάλασσα, σαν νάθελε να πλυθή με θαλασσινό νερό· κι απάνω στον άμμο, κοντά στην ακρογιαλιά, περπατούσε ζητώντας τις τρεις χιλιάδες δραχμές.

Ήταν το τρεχαντήρι που πέρασε κάπως μακριά με τα πανιά σα σπαθιά· κι' ήταν το λιμανάκι πέρα που μόνον οι βάρκες ορίζανε την ύπαρξή του· κι' ήταν ο νέος σημαιοφόρος που πέρασεν από πίσω του με τα παπούτσια του που τρίζανε σα να περπατούσε πάνω σε κόκκαλα· κι' ήταν μια φυσαρμόνικα κάτω στο υπόφραγμα που δεν ταραζότανε τώρα από τα τραγούδια παρατημένη μισάνοιχτη στην άκρη ενός πάγκου.,, Και ήταν ότι νάβλεπεν από κει σαν ψεύτικο, σα να τόβλεπε μέσ' από τζάμι ή μέσα στην αντανάκλαση του νερού.

Κατά την διάρκεια της συνομιλίας περπατούσε δίπλα στον Ιησού, λίγα βήματα μπροστά από τους συντρόφους του. Κοιτώντας πίσω είδε τον Ιωάννη, τον σύντροφο που συμπαθούσε και τον Απόστολο που ο Ιησούς αγαπούσε να τους ακολουθεί αργά.

Μα που μπορούν αφτοί να με καταλάβουν; Κανένας τους δεν αγάπησε σαν και μένα. Τα χαρούμενα, τα χρυσά, ταθώα της, τα καλά της τα μαλλιά, πως έλαμπαν εκεί κάτω, στο περιβόλι, όταν την είδα πρώτη φορά με την αδερφή μου μαζί, που περπατούσε πλάγι πλάγι η Λέλα με την Ελένη! Τα μαλλιά σου, να τα φιλήσω, γιατί λιώνει η καρδιά μου, μόνο που τα θυμούμαι.

Ο Σβάντε περπατούσε στα δάχτυλα μέσα στην κάμαρα του αρρώστου κ' η καρδιά του είταν γεμάτη από το αφάνταστο: πως θα πέθαινε ο μικρός αδερφός. Έστεκε ακίνητος πολλή ώρα και τον κοίταζε ή έσκυβε και του φιλούσε το μάγουλο. Κι όταν η μαμά συνήρθε από τη λιποθυμία της και μπήκε μέσα, πήγε και της αγκάλιασε το λαιμό με τα δυο του χέρια.

Η δημοσιά μέχρι το χωριό ήταν ανηφορική κι εκείνος περπατούσε αργά επειδή τον προηγούμενο χρόνο τον είχαν εύρει οι θέρμες της μαλάριας και τα πόδια του δεν τον βαστούσαν πια.

Καθώς κατέβαινε, λέει, στο γιαλό, ασπροντυμένη, την πήρε για νεράιδα και σκιάχτηκε. Δεν περπατούσε, λέει. Του φάνηκε πως περνούσε σιγαλά απάνω στον αέρα, σα φάντασμα. Και την άφησε και πνίγηκε για το σπολλάτη, για τα καλά που είδε. Να όψεται. Είχαν όλοι κατεβασμένα τα μούτρα. Τέτοια συφορά είχε καιρό νακουστή στο νησί. — Η δουλειά σου σένα δεν ήτανε να φέρης τα μαντάτα, είπε ο παπάς.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν