Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025
Ούτε απόκρηα, ούτε Λαμπρή, ούτε άλλη μεγάλη γιορτή τον ξελόγιασε ποτέ του. Μονάχα του Χάρου τα πανηγύρια τον ξελογιάζανε τον Στρατή. Κ' ήτανε το τελευταίο τούτο, ανήμερα του Χριστού. Βράδυ-βράδυ κατά το σούρπωμα φάνηκε ο Στρατής το Στοιχειό κατεβαίνοντας στο γιαλό. Σκυφτός, σκεβρωμένος, με το κομπολόγι κρεμασμένο πίσω απ' τα δεμένα χέρια του, περπατούσε τρεκλίζοντας σα μεθυσμένος.
Τα γεράκια, με τα αστραφτερά σαν το μαχαίρι φτερά τους, περνούσαν κρώζοντας, η Ορτομπένε, πόλη χτισμένη από νουράγκι, απλωνόταν απέναντι από τις λευκές επάλξεις της Ολιένα κι ανάμεσα στη μια και στην άλλη έκανε την εμφάνισή του στον ορίζοντα ο καθεδρικός ναός του Νούορο. Ο Έφις περπατούσε και ο πυρετός του θόλωνε τα μάτια.
Πάει πρώτος ο Λαζαράκης, πάει κι' όλο το νησί του καιρού του, ο ένας πίσω από τον άλλο· τους δέχθηκε όλους η Αγιά — Μαρίνα. Δύο τρία γεροντάκια απομείνανε από την παλιά τη γενεά. Ένα γεροντάκι απ' αυτά ήταν και ο νεκροθάφτης στην Αγιά — Μαρίνα. Έβγαινε το γεροντάκι και περπατούσε ανάμεσα στα μνήματα κ' έκανε χάζι. Θυμότανε τα παλιά του. Κάθε μνήμα ήτανε και μια ιστορία γι' αυτόν.
Αν μπορής, κάνε μου και τους άλλους καμπούρηδες να περιγελάμε τους ίσιους, που θ' απομείνουν!» Τέτοιο μαράζι τον έτρωγε τον Λαζαράκη. Και όλη την ώρα, που περπατούσε σκυφτός έσπαζε το κεφάλι του πώς να εκδικηθή τους ίσιους ανθρώπους, πώς να βγάλη το άχτι του. Ένα πρωί πήρε λίγα παραδάκια, που είχε μαζέψει πεντάρα με την πεντάρα, και πήγε σ' ένα μαρμαρά: «Άκουσε δω, παλικάρι, του λέει.
Έτσι περπατούσε μαζί μου ένα βράδι στο μεγάλο δρόμο, όπου δεν απαντούσαμε κανέναν και γι' αυτό τον προτιμούσαμε.
Μα εκείνη τη στιγμή τον έπιασε κάποιος απ’ τον αγκώνα: ένας φίλος που τώρα ότι είχ’ έρθει κ' ήτον όλο χαρά που τον εύρισκε εδώ-ο Ντίνος-ένα παιδί γλυκό με δυο μάτια σαν ελίτσες που δεν άφηναν καθόλου ασπράδι στις άκρες, ψηλούτσικος, με μια μέση τόση δα, που περπατούσε ίσιος-ίσιος σα λαμπάδα. Δες πως γλάρωναν τα μάτια της απ’ την ευχαρίστηση.
Όταν γύρισε σπίτι του επήρε το φως από το χέρι τον υπηρέτη του, που ήθελε να του φέξη, και μπήκε μόνος στην κάμαρα του, όπου άρχισε να κλαίη δυνατά· μιλούσε παράφορα με τον εαυτό του και περπατούσε ορμητικά πάνω κάτω.
Κάμποσα ξεράσματα λέχτηκαν εναντίο του βυζαντινού στρατού της εποχής εκείνης, μα κι αυτά ξεθύμαναν πια τώρα σαν τόσα άλλα που μας καταλαλήσανε σε καιρούς που δε ζητιούνταν η αλήθεια, παρά κρατώντας το λυχνάρι η πρόληψη περπατούσε μέσα στα σκοτάδια σα νυχτοκλέφτης. Αρκετή ιδέα μας δίνει ο βυζαντινός ο στρατός, το τι είταν άξιος να κάμη, με την πολεμική ιστορία του έχτου αιώνα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν