Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025


Τα υστερνά σύννεφα, που έκαναν το ηλιοβασίλεμα σα φλωρένιο κάμπο, λίγο κατ' ολίγο έγειναν μαύρα, φοβερά, κι' έλαβαν χίλιων λογιών μορφές, κι' η Νύχτα, που άρχισε ν' απλώνη τα φτερά της, έδινε ένα γλυκό φίλημα στο πρόσωπο της Ημέρας, που έφευγε, γέροντας πίσω από το φωτεινό όχτο, που φκιάνουν οι κορφές των βουνών, κι' επήγαινε περίλυπη να θαφτή στην απέραντη νεκρόπολη των περασμένων.

Έπειτα άρχισε να κλαίη και τα δάκρυά της έπεσαν στο πρόσωπό μου. Κείπε με φωνή περίλυπη: — Μα δε θέλουνε, πουλί μου, να σαγαπώ. — Ποιοι; Αντί να μου δώση απάντηση, με ρώτησε: — Εσύ θα μαγαπάς; — Ναι. — Παντοτεινά; — Παντοτεινά. — Θέλουνε και δε θέλουνε; — Θέλουνε και δε θέλουνε. Δεν ήτο δύσκολο να καταλάβω ότι η μάνα μου ήτο που δεν ήθελε να μαγαπά το Βαγγελιό.

Τόσο μην κλαις πολύν καιρόν, Ατρείδη, ότι το κλάμμα τίποτε δεν μας βοηθεί• μόν' ίδε εις την πατρίδα να φθάσης το ταχύτερο, και ακόμη θα τον εύρης, 545 ή ζωντανόν, ή επρόλαβεν ο Ορέστης να τον κόψη• και τότετο νεκρώσιμο τραπέζι θα τους φθάσης. Αυτά 'πε, και η καρδία μου κ' η ανδρική ψυχή μου, μ' όλον οπού περίλυπη, 'ς τα στήθη μου εζεστάθη. και προς αυτόν ωμίλησα με λόγια πτερωμένα• 550

Α, ακριβόν μου πουλί, διατί με υστέρησες έτσι ογλήγορα; πώς ημπορώ να υποφέρω μην ακούοντας πλέον την γλυκειάν σου φωνήν και τα νόστιμά σου παιγνίδια; Αυτά και άλλα λέγοντας ήτον τόσον περίλυπη, που καμμιά από τες σκλάβες της δεν ημπόρεσε να την παρηγορήση.

Αυτά 'πε' και να κοιμηθή και αυτής εκαλοφάνη. 295 και άμ' έπεσαν τους κύκλωσαν του πολυβούλου Ηφαίστου τα τεχνικώτατα δεσμά, και ουδέ μέλος κανένα να κινήσουν εδύνονταν, ή ολίγο να σηκώσουν• κ' ένοιωσαν τότε ότι φυγής κανείς δεν ήταν τρόπος, και ο ζαβοπόδης ο θεόςολίγο ήλθε σιμά τους, 300 επειδή οπίσω εγύρισε πριν εις την Λήμνο φθάση• ότι σκοπός του εφύλαγεν ο Ήλιος και του το 'πε. με την καρδιά περίλυπη πλησίασετο δώμα, 'ς τα πρόθυρα εσταμάτησε, και άγρια χολή τον πήρε, και φρικτήν έσυρε βοήτους αθανάτους όλους• 305 «Δία πατέρα, μάκαρες θεοί, 'που πάντοτ' είσθε, ελάτ', έργ' αξιογέλαστα και αβάστακτα να ιδήτε, με, τον χωλόν, πώς του Διός η κόρ', η Αφροδίτη, καταφρονεί και αγάπησε τον ανδροφόνον Άρη, ότ' είναι ωραίος, και γερόςτα πόδια, κ' εγώ είμαι 310 εκ γενετής αστερέωτος• και εις τούτο ποιος μου πταίει παρά και οι δύο μου γονείς, να μη 'χαν με γεννήσει. αλλά θα ιδήτε πώς αυτοί κοιμούνται αγκαλιασμένοι• κυττάζω εγώ και οδύρομαι 'που η κλίνη μου επατήθη. παρόμοιο πλάγιασμα, θαρρώ, δεν θα ζητήσουν πλέον, 315 μ' όσον και αν έχουν έρωτα, ουδέ για ολίγην ώρα. αλλ' απ' τα επίβουλα δεσμά δεν θα λυθούν εκείνοι, πριν λάβω απ' τον πατέρα της οπίσ' όλα τα δώρα, όσα 'χω για την άσεμνη την κόρη παραδώσει. καλ' είναι η θυγατέρα του, αλλά δεν έχει γνώσι». 320

Μένει περίλυπη η καρδιά, μα η απελπισιά πια δεν τα χτυπάει εκεί μέσα τάγρια φτερά της. Καθούμουνα κι άκουγα σα φταιξιάρης. Αρνί αθώος θαρρούσα πως είμουν, κι αυτή ανήμερο θεριό με ζουγράφησε. Μάρτυρας, και δαίμονα μ' έκαμε! Μιλούσε σα να τριγύριζαν τον τόπο μας μεγάλα δεινά. Για θανατικά μου μιλούσε. Δίχως άλλο η Αγιά Μαρίνα είταν κ' ήρθε να με γλυτώση δείχτοντάς μου της αγάπης το δρόμο.

Και βλέπω τώρα την ωραιότερη ύπαρξι που γέννησε ποτέ γυναίκα. Θλιμμένη σε γέννησα. Θλιβερή είναι η πρώτη γιορτή που σου κάνω. Εξ αιτίας σου είμαι περίλυπη μέχρι θανάτου. Κ' έτσι, αφού, γεννήθηκες με τη λύπη, τόνομά σου θε είναι Θλιβερός, Τριστάνος». Είπε αυτά τα λόγια, τον εφίλησε, και μόλις τον εφίλησε πέθανε. Ο Ρόχαλτ ο Πιστός πήρε το ορφανό.

Κι όταν ήρθε η ώρα να ρημάξη ο τόπος, και πέτρα πάνω στην πέτρα να μην απομείνη, όταν ξεψύχησε κι ο στερνός ο ήρωας, και διώχτηκε η Αρετή από κάθε χώρα, κάθε κάμπο και κάθε καλύβι, πάλι δεν αποκότησε η Ελληνόκαρδη Θεά να την αφήση ολότελα την αγαπημένη της γη, μόνο περίλυπη πήρε τα ψηλά τα βουνά, και πλανιούνταν εκεί πανέρημη, αγνώριστη, καταφρονεμένη.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν