United States or Iran ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο καταχανάς τραβούσε προς το χωριό του· κιόταν έφτασε πέζεψε και μπήκε στο σπίτι του, όπου 'χε μείνει μόνο μια γριά μισόστραβη, συγγένισσά του. Ανέβηκε στο ανώγι· κιόταν μπήκαν στο χωριό κείνοι που τον ακολουθούσαν και φάνηκαν στις γωνιές των δρόμων, γιατί δεν είχαν το θάρρος να πλησιάσουν και να προβάλλουν φανερά, ο καταχανάς φάνηκε σένα παράθυρο.

Ήξερε πως αυτή η πλαστογραφία είχε ανακαλυφθή κι ότι γυρνώντας στην Αγγλία έβαζε σε κίνδυνο τη ζωή του. Κι όμως εγύρισε. Πρέπει κανείς ν' απορήση γι' αυτό; Ειπώθηκε πως η γυναίκα ήταν πολύ όμορφη· κι ότι δεν τον αγαπούσε. Κατά τύχην τον ανακάλυψαν. Μία φωνή στο δρόμο του έσυρε την προσοχή και με το καλλιτεχνικό του ενδιαφέρον για τη νεώτερη ζωή παραμέρισε για μια στιγμή το στόρι από το παράθυρο.

Οι σταλαγματιές της βροχής του φαινότανε πως ήταν κάποιο χέρι που του χτυπούσε το παράθυρο και δεν τον άφινε να διαβάση. «... Ζώα μικρά μετά μεγάλων, εκεί πλοία διαπορεύονται...» Έκλεισε το βιβλίο και το πέταξε στο τραπέζι μαζί με τα γυαλιά του, ακούμπησε το κεφάλι στο χέρι του κ' έκλεισε τα μάτια του. Πώς του ήρθε να γίνη παπάς; Ούτ' αυτός δεν το καταλάβαινε.

Και κάτι τι σα σκόρπισμα αγάπης μεγάλης, αγάπης τρελλής, σα μυρουδιά από φλογισμένη σάρκα γυναίκας, απλόνουνταν άφθονα στον αέρα της νύχτας, και τεντόνονταν τα ρουθούνια όλων και κολλούσε ο λάρυγγάς τους και ξεροκατάπιναν. Εκεί από ψηλά ένα παράθυρο έτριξε σιγά, σιγά. Ο σκοπός του μπουζουκιού πάντα ο ίδιος, πιο γοργός, πιο μεθυστικός τόρα, χύνουνταν από τα τέλια του.

Έκαμα και δυο τρεις γλωσσολόγους. Γλωσσολογικές κουβέντεςκουβέντες κι όχι φιλονικίεςείχαμε κάτω στα χώρα της Αξιάς, κάθε βράδυ στο τραπέζι, με τον καλήτερο απ' όλους τους Χωρεσιανούς. Γνωριστήκαμε στη Σύρα, στο ξενοδοχείο. Πήγαινα στην Πάρο, εκείνος στην Αξιά. Κοίταζε από το παράθυρο και πρόσμενε όλη μέρα να με φέρη το καΐκι, μην τύχη κ' έρθω και δεν πάω στο σπίτι του.

Να το βιβλίο το δικό μου. Το παναιώνιο βιβλίο πούνε γραμμένο σ' όλες τις γλώσσες και για όλες τις καρδιές. Να το ... . Και λέγοντας έτρεξε σ' ένα παράθυρο και τ' άνοιξε με το γρόθο του. — Αχ, την έπαθα σαν τη νυχτερίδα! είπε γυρίζοντας θαμπωμένος μέσα. Το ίδιο θα πάθατε κ' εσείς. — Αλήθεια· είπε ο Περαχώρας, βγάζοντας τα γυαλιά και σφουγγόντας με το μαντήλι τα μάτια του.

Ίσως τράβηξε κιόλας να πάη να πνίξη κανέναν τότες που ξεκίνησε από το δέντρο που γύρευε ναγκαλιάση σαν του σφάληξε το παράθυρο το κορίτσι. Μωρή, καλά κ' έπαιζαν από την αυγή τα ματόκλαδά μου! Ακούς εσύ, λέει! Λεβέντικες αγάπες ορέχτηκε το παπαδοπαίδι. Κι άμε δεν πάει να φαίνη! Καλά του τάψαλε το κορίτσι, μωρή, όχι σαν και μας, που ξεμυαλιστήκαμε πρι να καλοξέρουμε πούθεέλα, Χριστέ και Παναγιά!

Γύρισε πάλι μερικά φύλλα: «Και ήμην, ως στρουθίον επί δώματι και ως νυκτικόραξ εν οικοπέδω...» Άρπαζε δυο λόγια, μα δεν μπορούσε να πάη παρακάτω. Γύριζε και κύτταζε κάθε λίγο στο παράθυρο.

Κλείσθηκε μέσα στον πύργο και τα δάκρυά της τρέχανε ποτάμι απάνω στα μαραμένα λουλούδια του κορμιού της. Το βασιλόπουλο σαν είδε κ' έκλεισε το παράθυρο είπε μέσα του: — Πέρασαν χρόνια και καιροί και η αγαπημένη μου με ξέχασε. Διάβηκα ποτάμια και γκρεμνούς, πέρασα βουνά και θάλασσες για να την ανταμώσω.

Έπιασαν τόπο κι αυτοί στο παράθυρο, πίσω απ’ το Νίκο και τη Λιόλια, και βοηθάγανε γερά στον πόλεμο. Πήραν κ’ έδωσαν τώρα τα γέλοια, γιατ’ ήτανε χωρατατζήδες και με κέφια οι φίλοι του Νίκου και δεν άφησαν ούτε μασκαρά, ούτε αμασκάρευτο να μην τον κοροϊδέψουν. Προπάντων εκείνος ο «χοντρέλης», καθώς τον έλεγε ο Νίκος που τονέ φώναζε και «κολοκύθα» και «ντολμά», ήτονε σπίρτο μοναχό.