United States or Belize ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μην κάνεις έτσι Αννούλα μου, παιδί μου. Θα περάση, δεν είναι τίποτα. Είναι της φαντασίας σου. ΑΝΝΟΥΛΑ. Όχι! όχι, δεν είναι της φαντασίας μου. Να, άκου, άκου! Από κει είναι, από κει. Σηκώνεται ύστερα σιγά σιγά και προχωρεί φοβισμένη στο παράθυρο. Να, να! γλυστρά, αυτή η μαυρίλα, γλυστρά πάνου στο δρόμο, και μουγγρίζει, ακούτε πώς μουγγρίζει; — και προχωρεί προς τα εδώ, όλο προς τα εδώ.

Κι' ο Πέτρος έβλεπε με τα μάτια της Μαρίας και ποτέ του δεν παραπονέθηκε για τα δικά του μάτια, γιατί ποτέ δεν κατάλαβε το στερεμό τους και γιατί η ψυχή του ήτανε πάντα πλημμυρισμένη από φως. Το φως των ουρανών έμπαινε στις δυο ψυχούλες απ' το ίδιο παράθυρο. Δεν ήτανε ομορφιά στον κόσμο, που δεν την ήξερε ο Πέτρος.

Κοριτσάκι μου, εσύ που προβαίνεις στο παράθυρό σου, αντίκρυ στην κάμερή μου, και με κοιτάζεις κι απορείς και δεν ξέρεις γιατί άξαφνα σηκώνουμαι και περπατώ, άξαφνα κάθουμαι και γράφω, γιατί ξεσκίζω κάθε τόσο μια κόλλα χαρτί και ξαναρχίζω, γιατί κάποτε χαμογελώ και κάποτε πάλε στέκουμαι ώρες και συλλογιούμαι, κοριτσάκι μου εσύ, να σου πω τα ιστορικά μου· δυο πράματα σιχαίνουμαι στον κόσμο, δυο είναι που μου φέρνουν αηδία, να ταξιδέβω και να γράφω.

Αχ, Κυρία Βεργινία, Κυρία Βεργινία μου ! δεν ακούτε ; ελάτε να σας σηκώσουμε με τον κύριο Νίκο ! Αχ, τώρα τι θα γίνουμε! -κ' έστριβε τα χέρια της, αποπάνω από το κορμί της Βεργινίας το κοιτάμενο, μέσα στην κάμαρη τη γεμάτη κρυφοσάλευτους ήσκιους και φως φανταστικό απ’ το μυστικό φεγγάρι, που έμπαινε τώρα από δυο μεριές: απ’ το παράθυρο κι απ’ την ανοιχτή την πόρτα της αυλής. . . Σήκωσε ο Νίκος με τη Λιόλια την ξέπνοη Βεργινία σαν πούπουλο !-και την απίθωσαν απάνω στο κρεββάτι.

Πήρε το μαγικό κουδουνάκι, άκουσε μια τελευταία φορά το ντιν-ντιν, τώλυσε σιγά-σιγά. Έπειτα, από το ανοιχτό παράθυρο, τώρριξε στη θάλασσα. Οι αγαπημένοι δε μπορούσαν μήτε να ζουν μήτε να πεθάνουν ο ένας χωρίς τον άλλο. Ο χωρισμός δεν ήταν η ζωή ούτε ο θάνατος, αλλά ήτανε μαζύ και ο θάνατος και η ζωή. Γύρισε της θάλασσες, τα νησιά, και τους τόπους, για να διώξη την απελπισία του.

Και τα τριαντάφυλλα και τα κρίνα του κορμιού της όλο μαραγκιάζανε απ' τα ζεματιστά της δάκρυα. Μόνο τα ζαφείρια των ματιών της λάμπανε πιο γλυκά μέσα στα δάκρυα. Ένα βράδυ καλοκαιριάτικο, που καθότανε στο παράθυρο η βασιλοπούλα, ένα τραγούδι γλυκό ακούστηκε μέσα στη σιγαλιά του φεγγαριού. Η βασιλόπουλα ανατρίχιασε.

Της ήρθε μια στιγμή να το πετάξη απ' το παράθυρο. Μα καθώς τώπαιζε στα δάκτυλα της, ένοιωσε κάποια σκληράδα μέσα του. «Τι νάχη τάχα μέσα το φτωχό και βρώμικο χαϊμαλίΞύλωσε ξένοιαστα τις χονδρές του ραφές και παραμέρισε το βρώμικο μπαμπάκι. Εκεί που το παραμέριζε, έβαλε μια φωνή τρομάρα, Τι ήτανε αυτό! Ένα άστρο έλαμψε στο σκοτάδι της κάμαρας. Τα δάκτυλά της τρέμανε.