Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Ιουνίου 2025
Και έτσι ενώ τώρα εγώ φροντίζω μέσ' στο σπίτι για ένα ξένο, που ληστής θα είναι ή κακούργος, εκείνη πάει, χωρίς εγώ να πάω από πίσω, χωρίς να πιάσω μια στιγμή το χέρι και να κλάψω εκείνην που για όλους μας μητέρα, αλήθεια, ήταν. Γιατί από πολλά κακά μας έσωζε, με γλύκα, όταν περνούσε τον θυμό του Αδμήτου. Έχω δίκηο λοιπόν να τον σιχαίνωμαι τον ξένο μας που ήρθε μέσα σε τέτοιες συμφορές;
Μόνο να πας να το πης του Θωμά, να μη πάω 'γώ και του σπάσω όλα του τα κοφινοκάλαθα στη φεσάρα 'πάνω. — Μα δεν μπορεί ετσά στα καλά καθούμενα να γύρισε η κεφαλή σου. Θάχης μια αφορμή. Πόσες μέρες είνε απού μας έτρωες ταυτιά μας να σε παντρέψωμε, γιατί θα κουζουλαθής, γιατί θα πάρης τα βουνά;... — Αι, μα εδά δε θέλω. — Μα γιάειντα δε θες;
— Το σύνορο είνε μες τη μέση, ανάμεσα στον δεύτερο και στον τρίτο βράχο, εκεί που βαθουλαίνει ο τόπος, διετείνετο ο άλλος χωρικός· φαίνεται ακόμη που ήτον, τον παλαιόν καιρό, αποσκαφή.... — Κοδζάμ-βράχος, αντέκρουσεν ο πρώτος, κ' εγώ θα πάω να γυρέψω ναυρώ την αποσκαφή, για να την κάμω σύνορό μου;....
Ο ήλιος το περνάει με της αχτίνες του, οι άνεμοι δε μπορούν να το σκίσουν. Θα πάω τη Βασίλισσα σ' ένα δωμάτιο όλο κρύσταλλο, στολισμένο με ρόδα, ολόλαμπρο κάθε πρωί σαν το φωτίζη ο ήλιος». Ο Βασιληάς και οι βαρώνοι του είπαν μεταξύ τους: «Να ένας τρελλός, που ξέρει και μιλάει με τέχνη». Είχε καθήσει σ' ένα χαλί και κύτταζε τρυφερά την Ιζόλδη.
Εγώ σας το είπα, παιδιά μου, σαν πάω ν' ανταμώσω το Μοσχαδώ, χαρά να τώχετε, κανένας να μη με κλάψη. Κόκκινα ναντυθήτε... Και τον έπαιρναν τα κλάματα το γέρο. Τα παιδιά του αγρίευαν: — Μέρα που είνε, πάλε τα κλάματα άρχισες, πατέρα; Είνε γρουσουζιά μαθές τέτοια μέρα. — Συμπαθάτε με, παιδιά μου, δεν το θέλω κ' εγώ, έλεγε ο γέρος.
Τότε αρχινούνε τα φύλλα και πέφτουνε... Άκου, πριχού να φύγης, θέλω να σε δω. — Εγώ, όσον καιρό θάμαι στο χωριό, θάρχωμαι να σε θωρώ. — Και δε φοβάσαι τη μάνα σου; — Δε φοβούμαι κιανένα. Εγώ 'μαι 'δα μεγάλος και θα κάνω ό,τι θέλω. — Ήκουσα πως πας και στο κυνήγι, είπε σχεδόν χαρούμενο το Βαγγελιό. — Πάω, μα δε μαρέσει μπλειο. — Γιάειντα; — Δε μαρέσει. Κατέω κεγώ;
Βρες κάποιον που να μπορεί να πάει να φωνάξει τον Έφις στο κτήμα.» «Θα πάω εγώ, Νοέμι» «Εσύ; Εσύ; Εσύ… όχι.» «Γιατί όχι;», γρύλλισε. «Φοβάσαι μήπως σου κλέψω τα καρπούζια;» Εκείνη συνέχισε να τραυλίζει ασυνείδητα: «Εσύ όχι… εσύ όχι… εσύ όχι…» Ο ντον Πρέντου μάντευε το δράμα που παιζόταν εκεί μέσα.
Τότε ο Τζατσίντο ξαναπήρε κουράγιο. «Πρέπει να πεις στις θείες ότι δεν ήμουν εγώ εκείνος που σε συμβούλεψε να αναθέσεις στο θείο Πιέτρο να παραδώσει το καλάθι με τις προμήθειες. Εκείνες αυτό πιστεύουν. Πιστεύουν, και κυρίως η θεία Νοέμι, ότι εγώ γυρεύω τη φιλία του θείου Πιέτρο για να τις πάω κόντρα.
— Ας είνε, σα δε θες να πάω να τη δω μια βολά, θα πάω πολλές, της είπα, κιάμε να το πης και του Δεσπότη και του Μουντίρη και του Θεού μαγάρι. Από σήμερα θα πηαίνω κάθα μέρα. Κιας με πιάση και το χτικιό, για να μην έχης τότε αφορμή να μεμποδίζης. Αφού είδεν ότι οι φοβερισμοί δεν έφερναν αποτέλεσμα, άλλαξε γλώσσα: — Κάνε ό,τι θες.
Θάρθη μούπε στις τρεις να πάρη τη Λιόλια να πάνε να δούνε μασκαράδες από 'να σπίτι πού την προσκάλεσε μια γνωστή της. . και να πάω λέει εγώ το βράδυ να τηνέ φέρω. . . Καθήσανε να φάνε. Στο φαΐ ο Νίκος περισσότερα γέλοια έκανε παρά μπουκιές πούβαζε στο στόμα του· κρασί όμως έπινε μπόλικο.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν