Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Ιουνίου 2025
Πάω τώρα, πρέπει τ' αρχηγού να δώκω τα μαντάτα. Εσύ τον ξέρεις, γέρο μου, καλά, σαν τι είναι εκείνος· δε χωρατέβει, εκεί άξαφνα του φταις χωρίς να φταίξεις.» Τότες του κάνει ο Νέστορας, ο γερο-αλογολάτης 655 «Τι τάχα κλαίει τους Αχαιούς ο Αχιλέας έτσι και δα ρωτάει πιοι πάθανε; που καν δε βάζει ο νους του σαν τι δεινά μας πλάκωσαν!
Ήξερε πως δε θα το ξεφύγη. Συλλογιζότανε την καταλαλιά του κόσμου, συλλογιζότανε και την παπαδιά, που θα τούψελνε τον αναβαλλόμενο. Μα κοντοστεκότανε λίγο· ήθελε να κερδίση καιρό, να χασομερήση. — Ποιος ξέρει! Ως που να πάω, ίσως να τον βρω και πεθαμμένο! έλεγε μέσα του. Ο άνθρωπος όμως τον έβιαζε λαχανιασμένος· τον τραβούσε απ' το ράσο. — Καλά, ευλογημένε, έφτασα· μην κάνης έτσι!
— Είνε καλλίτερος, θυγατέρα μου, μα να πας ότι νάρθη ο καιρός σου. Μα μη μου λες τέτοια λόγια, γιατί με θανατόνεις. — Κουζουλάδες, κουζουλάδες, μάνα μου, είπε η άρρωστη και προσπάθησε να γελάση. Μην ακούς. Ό,τι 'πε τόνειρο θα γενή. — Κάθα πως θα ξηγήση τόνειρο ο Ταχτικός έτσα βγαίνει. — Μα δε σούπα πως άρχιξα και καλλιτερεύγω; Και θαρρώ πως γλίγωρα θα μπορέσω να πάω κίσα στα Λιβάδια.
Δυστυχώς το υποδηματοποιείον είχε κλείσει. Επλησίαζεν ογδόη ώρα· δύο ώρες νύκτα. Επέστρεψα εις του Τσαμασφόρου. — Κωσταντή, δεν ηύρα τον ανεψιό μου. Ο μάστορής του έκλεισε από νωρίς. Ήθελα να του πω, να πη χαμπάρι στο σπίτι. Δεν συμφέρει να πάω ο ίδιος εκεί. θα φωνάζουν η αδελφές μου: «Πού θα πας τέτοια ώρα», και τα λοιπά. Μιζέριες γυναικών . . . Ακούς να σου πω; . . . — Λέγε.
Τα γίδια μου τα γδέρνουν και τα πρόβατα τα κάνουν θυσίες κ' η Χλόη θα καθίση σε πολιτεία. Με τι πόδια θα πάω στον πατέρα και στη μάννα χωρίς τα γίδια, χωρίς τη Χλόη, για να είμαι φτωχός σκαφτιάς, αφού δεν έχω πια τίποτε να βόσκω; Εδώ πεσμένος θα προσμένω το θάνατο ή άλλον εχτρό.
ΜΙΣΤΡΑΣ — Να μην τα συλλογίζεσαι, Μ-Αργύρη. Δε βγαίνει τίποτα, μάτια μου. Να σε χαρώ, δε βγαίνει. Έτσι στάθηκε πάντα ο κόσμος... Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Αυτό λέω κ' εγώ. Με συμπαθάς, εξοχώτατε. Πάω να βγάλω τα σεντόνια, να στρώσουμε τα κρεβάτια. Βράδυασε πια. Ως που να στρώσουμε και μεις το νυφικό μας μέσ' στα .. . ΦΛΕΡΗΣ — Τι τύπος, γιατρέ. Είδες; ΜΙΣΤΡΑΣ — Ε! μάτια μου.
Ο Περιγουρδίνος διπλασίασε τις φιλοφρονήσεις, τις περιποιήσεις του κ' έδειχνε τρυφερό ενδιαφέρο για ό,τι έλεγε ο Αγαθούλης, για ό,τι έκαμνε, για ό,τι ήθελε να κάνη. — Έχετε λοιπόν, κύριε, του είπε, ραντεβού στη Βενετία; — Μάλιστα, κύριε αββά, απάντησε ο Αγαθούλης. Είναι απόλυτη ανάγκη να πάω να συναντήσω τη δεσποινίδα Κυνεγόνδη.
— Πάω στην πόλη να κόψω τα μαλλιά, φώναξε. Είτανε γεμάτος ζήλο κ' ευχαρίστηση κι όταν κάθησε στο τραίνο, φλυαρούσε ακατάπαυτα και γύρισε κ' είπε ενός άγνωστου ηλικιωμένου κυρίου, που δεν τον είδε ποτέ στη ζωή του, πως πηγαίνει στην πόλη να του κόψουν τα μακριά μαλλιά. Ο ξένος κύριος σήκωσε τα μάτια από την εφημερίδα, έρριξε στο παιδί ένα ξεχασμένο αδιάφορο βλέμμα και ξακολούθησε να διαβάζη.
Μα περισσότερο πεθυμώ να πάω στην Καβαλαρά να δω το κηπούλι μας. — Είνε πολλά πάνω και θα κουραστής, παιδί μου. — Μα δε λέω κεγώ σήμερο. Σα δυναμώσω περισσότερο. Σκέφθηκε μερικά λεπτά, έπειτα ρώτησε.: — Δε μου λες, μα, ήκουσες αν είνε καλλίτερα ο Γιωργής; — Ήκουσα πως είνε τα ίδια. Μα είντα το θες, παιδί μου, και ταναθιβάλλεις αυτό το κοπέλι; Λίγα βάσανά 'χεις συρμένα συναφορμάς του;
— Ξέρεις τι να κάμης; . . . Θα πάω απ' τον απάνω δρόμο, για να γλυτώσω, να μη με ιδούν, τα σκυλιά . . . Και συ, αυτήν τη στιγμή, να τρέξης στο σπίτι . . . να καμωθής πως δεν τους βλέπεις, τους ταχτικούς . . . και να φωνάξης της Αμέρσας αποκάτ' απ' το δρόμο' «Αμέρσα, είνε απάνω η μάνα;» . . .
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν