Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025


Ειδοποίησαν τον Αντρέ, ο οποίος έβαλε μπρος στα δωμάτια των γυναικών, τρεις σπιούνους, αρματωμένους. Όταν ο Τριστάνος θέλησε να περάση την πόρτα: «Πίσω, τρελλέ, φώναξαν γύρισε στο σκυλλόσπιτό σου να κοιμηθής στ' άχερα. — Αι τι, ωραίοι άρχοντες, είπεν ο τρελλός δε θα πάω απόψε ν' αγκαλιάσω την Βασίλισσα; Δεν ξέρετε ότι μαγαπάει και με περιμένει;» Ο Τριστάνος σήκωσε το ρόπαλό του.

Ο Ζάχος ήθελε να φύγη και πάλιν εθρύπτετο προς τας μητρικάς εκείνας θωπείας, ως μικρός χαϊδεμένος. — Άσε με δα και δε θα πάω σε γάμο· είπε τέλος, χαμογελών προς αυτήν. — Κι' ο πόλεμος γάμος ένε· πήγαινε, λεβέντη μου.

Ως τόσο η Βαβυλώναπού να είνε η Βαβυλώνα! Τι παράξενο όνομα! Αχ η γύφτισσα! η καταραμένη η γύφτισσα! Σήμερα το πρωί μου τα προφήτευε απάνω σ' αυτό το χέρι! Θα πάω, λέει, στα ξένα, μα θα γυρίσω με καράβι που θάχηέλα, Χριστέ μου! Ανατριχίλα με πιάνει! Δέσπω. Τι κάνεις, παιδί μου; · Αρετ. Η παραζάλη με λώλανε, καθώς φαίνεται, και παραλαλώ.

Επειδή γνώριζε την αγάπη της σ' εμένα και τα όσα έλεγε η μάνα μου, σκέφθηκε μήπως μεπερίμενε νανταμωθούμε κροφά· κι' ανέβαινε, φαίνεται, στο βράχο για να 'δη ανυπόμονη αν ερχότανε ο μικρός εραστής. Πολλές φορές κάθησε, ως όπου να φτάση πάνω και πάνω στο βράχο. Εκεί πάλι κάθησε κέσκυψε με στάση Νιόβης. Κλαίει πάλι; μουρμούρισε ο Δρακογιώργης. Μα είντα 'ν' αυτά; Να πάω θέλω να 'δω.

Δε σούπα να μην πηαίνης στση Βαγγελιάς; — Αι, σούπε κιανείς πώς πάω; είπα με αυθάδεια. — Είπανέ μου πως συχνοπερνάς κίσως μπαίνεις και στο σπίτι. — Κιάνεν περνώ; κιάνε μπαίνω; είπα προκλητικά. Η μητέρα μου μ' ατένισε με κατάπληξη, αλλά δεν έδειξε θυμό. — Πού την έμαθες να τη βγάνης αυτή τη γλώσσα; θες να πης πως δε με λογαριάζεις και πας στση Βαγγελιάς;

Α' ΓΡΑΥΣ Έννοια σου, και κατάλαβα καλά το τι γυρεύεις. ΝΕΑΝΙΑΣ Ώ, μα τον Δία, έννοιωσα κ' εγώ πολύ καλά τι έχεις στα μυαλά. ΝΕΑΝΙΑΣ Βρε γρηά! θαρρώ πως σούχει στρίψη! Α' ΓΡΑΥΣ Λέγε μου κι' άλλ' ακόμα, μα θα σε πάω σέρνοντας μέσ' στο δικό μου στρώμα. Α' ΓΡΑΥΣ Δυστυχισμένε! σώπα πειά και μη με κοροϊδεύης. κ' έλα μ' εμέ ν' ανέβης!

Και τι μου είπε, θαρρείς; Αγαπώ, λέει, έν' αγόρι· είναι, λέει, ως δεκαφτά χρονών αγοράκι· και ταγαπώ λέει τόσο, που πάω να τρελλαθώ. Δεν είχα πια τώρα να χάνω καιρό. Άναβε μεγάλη φωτιά, κ' έπρεπε ή να μας κάψη και τους δυο, ή να τη σβύσω. Ίσως μου πεις πως είμουν ακόμα πιο μπόσικος απ' ό,τι θάρρεψα και τη δεύτερη τη φορά.

ΠΕΤ. Λοιπόν θέλεις να τα κληρονομήσης και αυτά και να γίνης καθ' όλα όμοιος με τον Ευκράτην; ΜΙΚ. Όχι, αδερφέ, όχι• καλλίτερα να πάω από πανούκλα• αν πρόκειται να καταντήσω έτσι. Στον άνεμο το χρυσάφι και τα πλούσια γεύματα. Προτιμώ να έχω μόνο δυο οβολούς, παρά να με κλέφτουν οι υπηρέται.

Τώρα μπορεί κανείς να συμπληρώση άσφαλτα τη μετόπη του Παρθενώνα. Μου φαίνεται πως ένα κομμάτι από την πομπή των Παναθηναίων πέρασε μπροστά μας· αργοψιθύρισε ο Περαχώρας. — Τι άχαρος που είνε τώρα ο κήπος! είπε με θλίψη του ο Αλαμάνος. Πάω να την ιδώ από κοντά. Ερχόστε; — Βέβαια· είπαν οι σοφοί, πέρνοντες τα καπέλλα τους. Δεν ερχόστε και σεις κ. Αριστόδημε ; Αρκετά εργασθήκαμε σήμερα.

Μου ήρθε στο νου εκεί που μια από αυτές τις μέρες καθόμουνα και κρατούσα το χέρι της γυναίκας μου και κείνη ακκουμπούσε το κεφάλι της στον ώμο μου. — Να είμαι τόσο μακριά από σένα! είπε ένα βράδι. Να είμαι τόσο μακριά! Είμουνα γιατί νόμιζα πως ήθελες να μ' εμποδίσης να πάω να βρω το Σβεν. — Τώρα δεν τα θέλεις πια; είπα. — Όχι, όχι, απάντησε. Τώρα θέλω να μείνω μαζί σου.

Λέξη Της Ημέρας

τρίκλισμα

Άλλοι Ψάχνουν