Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Ιουνίου 2025


Λίαν πρωί εξήλθεν ο οινοπώλης Μπούτρος της οικίας του, φέρων με τυλιγμένην εντός παλαιάς εφημερίδος, και απαντών εις την σύζυγον αυτού, ερωτώσαν: πού υπάγει, — Πάω να ξεκάμω αυτό το διαβολόχαρτο, να μην εύρω τον μπελά μου.

Οι παραπάνω, χωρίς το ΦΛΕΡΗ, τη ΔΩΡΑ και τη ΒΕΡΑ ΑΝΘΥΠΟΛ. — Γιατρέ ξεχάσατε την άρρωστή σας. ΜΙΑ ΚΥΡΙΑΑλήθεια ποιος ξέρει τι έκαμε η μορφίνη. Δεν φοβείσθε μήπως η Οφηλία σας γλύτωσε για πάντα από τα βάσανα του κόσμου; ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΚΥΡΙΑΑλήθεια έχετε ευθύνην, γιατρέ, απέναντι του στερεώματος, αν εσβύσατε έναν αστέρα. ΜΙΣΤΡΑΣ — Α! όχι δα! Όχι τόσο! Πρέπει όμως να πάω να ιδώ. Πρέπει.

Όλο εικόνες και σύγκρισες. — Απελπισιά το λοιπόν! Κάνω του φίλου μου. Κι ως τόσο δε μ' έπεισες. Ο καλός ο τεχνίτης ποτές δε σφάλλει. Δεν πάω να πω πως δεν είσαι καλός τεχνίτης· μια όμως κι ανέβασες το ζήτημα στ' αψηλά, πρέπει να σου αποδείξω πως λαθεύεις. Κοίταξε τον Όμηρο — — Γεια σου, τον Όμηρο, αντισκόβει ο φίλος.

Ο Έφις ένοιωσε πόνο στην καρδιά αλλά δεν μπορούσε να μιλήσει. Είπε μόνο: «Τζατσιντί, το ’χεις ρίξει έξω, μου φαίνεται!» «Τι να κάνω; Να πάω να κρεμαστώ

Από το Μεροβίγλι, ψηλά ψηλά, απάνω στα γκρεμνά, που κάθουμαι και σου μιλώ, βλέπω κάτω στη θάλασσα τα νησάκια που μέσα τους έχουνε φλόγα κρυμμένη, το Βουλκάνο που δεν κοιμάται ποτέ, κι ας μοιάζη σαν αποκοιμισμένος. Καημένες τα λεν εδώ τα νησάκια που είναι όλο φωτιά, τη Μεγάλη Καημένη και τη Μικρή. Είμαι σαν τα νησάκια καίω· είμαι ο Μεγάλος ο Καημένος. Όπου πάω, εσένα ποθώ.

Μέσ' απ’ ταναφυλλητά της άκουγε: Να η Μικρούλα! Να η Μικρούλα ! να! Αυτή που έρχεται, Η παχουλή-η! κι ανάμεσα μπερδεμένον έναν άλλο σκοπό του Λανσιέ που της φαινόταν πως έλεγε: Έλα Λιόλια! έλα Λιόλια ! Έλα πάμε στο βουνό Μωρ' έλα Λιόλια ! Λιόλια-Λιόλια ! Έλα πάμε στο βουνό ! – Και σα-α-ά δε θες, μην έ-ε-έρχεσαι ! Και-αι σά-α-ά δε θες, μην έ-ε-έρχεσαι Πάω μονάχος, πάω μονάχος.

Όι, όι, δε θέλω λόγια· φθάνουν τα όσα έχω ακουσμένα. Μα κη μάνα μου θα στενοχωρηθή. Άρχισε να κλαίη και σπόγγισε τα δάκρυα με την ποδιά της. Έπειτα μούπε: — Άιντε, Γιωργή μου, πήνε να πάω κεγώ στη δουλειά μου. Δε θέλω να μάςε δούνε. Και θα σου πω 'γώ πού θα τα διαβάσωμε τα γράμματα. Πριν να χωριστούμε, αναστέναξε κείπε: Ας κάτεχα γράμματα!...

Πού πάω; θα πάρω τους κολλήγους και θα πάω ίσα ναν του χαλάσω τη σπορά. Δε θαν τον αφήσω γω να καλλιεργήση μπροστά στη μύτη μου! — Κάτσε ήσυχα, μωρ' αδερφέ· κάτσε ήσυχα να ζήσης· του είπε με μαλακή φωνή ο Δημητράκης. — Γιατί να κάτσω ήσυχα αφού πατάει τον τόπο μου ; — Μα καλά· πούθε θα περάσης για να πας ως εκεί; Ο Χαγάνος είνε στη μέση. Σ' αφίνει ο Χαγάνος να πατήσης το χτήμα του ;

— Η μάνα μου θέλει να μείνω ώστε να φτάσουν η μέρες να πάω στη χώρα· μα γω θα γιαγείρω μος περάση τση Παναγίας. Μα μπορώ ναργήσω, που θα σου φέρνω την υγειά σου; Στην τελευταία λέξη κόπηκε η φωνή μου και το Βαγγελιό ψιθύρισε τρομαγμένη: — Ω Χριστέ μου! Μια φωνή γυναίκας, βραχνή από θυμό, είχε φωνάξει από το δρόμο: — Γιώργη!

Η μητέρα του έδραμεν εις την θύραν ανήσυχος. — Μανωλιό, πού πάς, παιδί μου; Για το Θεό μην κάνης κιαμμιά κουζουλάδα. — Δεν πάω ποθές, είπεν ο Μανώλης χωρίς να στρέψη την κεφαλήν και απεμακρύνθη με σπουδήν, κατακυλίων τους λίθους του δρόμου με τους πόδας του. — Άφηςτονε, είπεν ο Σαϊτονικολής απωθών την σύζυγόν του εκ της θύρας.

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν