Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Ιουνίου 2025
— Πάω 'πίσω, μάνα, είπεν η Αμέρσα . . . Αλήθεια, δεν εσυλλογίστηκα πως μπορεί να ξυπνήση το Κρινιώ, αυτήν την ώρα, να τρομάξη, που θα λείπω. — Μπορούσες να μείνης κ' εδώ, είπεν η μητέρα· μόνο μη ξυπνήση άξαφνα το Κρινιώ, και πάρη φόβο. Η Αμέρσα εκοντοστάθη προς στιγμήν. — Μάνα, είπε, θέλεις να καθίσω εγώ 'δω, να πας εσύ στο σπίτι; . . . για να ξεκουραστής, να ησυχάσης.
Αλλά ο Βασιληάς συγκινήθηκε, και για πρώτη φορά μιλώντας στον ανηψιό του: «Πού θα πας μ' αυτά τα κουρέλια; Πάρε από το θησαυροφυλάκιό μου ελεύθερα ό,τι θέλεις, χρυσάφι, ασήμι, γουναρικά, υφάσματα. — Βασιλιά, είπε ο Τριστάνος, δε θα πάρω ούτε πεντάρα, τίποτα. Όπως μπορέσω, θα πάω πιστά να υπηρετήσω τον πλούσιο Βασιληά της Φρίζης». Γύρισε τάλογό του και κατέβη κατά τη θάλασσα.
Αφού έκλαυσεν ως παιδίον, κ' εθρήνησεν ως γυνή ο Αγάλλος, κ' έβρεξε με δάκρυα το χώμα, δευτέραν και τρίτην ημέραν μετά την ταφήν, συγχρόνως είπε μέσα του: — Δεν πάω εγώ τώρα ν' αρραβωνισθώ την Ουρανίτσα, διά να πάρω την ευχή των γονέων μου; Ιδού φως φανερά, καθώς είπεν ο πατέρας, δεν ημπόρεσα να θεμελιώσω σπίτι χωρίς την ευχή τους.
ΥΜΝ. Αυτά να πας να τα λες σε τίποτε ανδρογυναίκες από τη Λήμνο ή Δαναΐδες, αν εύρης• εγώ φεύγω να πάω στη μητέρα μου τώρα που είνε ακόμη μέρα. Έλα και συ μαζή μου, Γραμίτσα• συ δε χαίρε, λαμπρέ χιλίαρχε και φονηά όσων θέλεις. ΛΕΟΝΤ. Μείνε, σε παρακαλώ, Υμνίς, μείνε....Έφυγε.
Θα είμαι όλως αυτεξούσιος, μου υπεσχέθη, και επειδή συνεννοούμεθα μέχρι τινός σημείου, θα ρίψω τον κύβον και θα πάω μ' αυτόν. 19 Απριλίου. Ευχαριστώ για τα δύο σου γράμματα. Δεν αποκρίθηκα γιατί άφησα άγραφο αυτό το χαρτί, έως ότου ήθελε φθάσει από την αυλή η παραίτησίς μου· εφοβήθηκα μήπως η μητέρα μου απευθυνθή προς τον υπουργό, και δυσκολεύση τον σκοπόν μου.
Δεν έτυχε ποτέ να ιδής ξανθομαλλούσαις τέτοιαις Να συγκρατιούνται 'ςτό χορό, να σειούνται, να λυγιούνται, Κι' απ' τα γλυκά τραγούδια τους ν' αντιλαλή το ρέμμα. . . Αχ! νάταν τρόπος μια απ' αυταίς απόψι να φιλήσω, Κι' όλος ο κάμπος ας πνιγή και τα βουνά ας κλεισθούνε. — Και τέτοια νύχτα εδιάλεξες να πηλαλάς 'ςτά δάση; — Σώπα, σεΐζη, δε φτουρώ τη φλόγα της αγάπης. Θα πάω απόψι, κι' ας χαθώ.
Εις αυτάς τας στιγμάς, η Φραγκογιαννού είχε λησμονήσει την πρώτην ιδέαν της — ότι ο Θεός ηθέλησε να εισακουσθή η ευχή της και να πνιγή η παιδίσκη. Είτα ευθύς πάλιν ο λογισμός ούτος της επανήλθεν εις τον νουν — και ακουσίως εγέλασε πικρόν γέλωτα. Εν ριπή οφθαλμού απεφάσισε τι έπρεπε να κάμη. «Ας πάω στο σπίτι, είπε μέσα της.
Και νομίζεις πως δε με τιμά να βλέπη ο κόσμος πως έρχεται στο σπίτι μου τόσο συχνά ένα πρόσωπο της τάξεως του που με λέει αγαπητό του φίλο και με μεταχειρίζεται σαν να ήμουν όμοιός του; Δεν μπορείς να φαντασθής πόσο καλός είνε για μένα! Μπροστά σ' όλο τον κόσμο μου κάνει τόσες περιποιήσεις που κι' εγώ ο ίδιος πάω να χάσω το μυαλό μου.
Α δεν είτανε για το παιδί μου που σα να το πόνεσε και μπορεί μαθές να το πάρη κατάκαρδα, ατή μου θα πήγαινα να τον πιάσω τον αθεόφοβο! Την Κουταλιανή θα πάω να βάλω να του τα πη. Μα η αγάπη πάλε δεν είνε μάτια μονάχα που δεν έχει, δεν έχει μήτε αυτιά. Μπορεί να μας την κλέψη κιόλας και με το ζόρι. Να γυρίσω πάλε του Κωσταντή τα μυαλά, αργάτης και πάλι δε σώνει!
Μπήκα μέσα βιαστικά με κείνο το απελπιστικό συναίστημα πως είμαι ξένος, ένα συναίστημα που με πιάνει πάντα όταν έρχουμαι το καλοκαίρι στη Στοκχόλμη και γνωρίζω πως θα είμαι μόνος. Δεν είχα προφτάσει ακόμα να ζητήσω να μου δώσουνε δωμάτιο, όταν ήρθε ο πορτιέρης και με παρεκάλεσε να πάω στο τηλέφωνο.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν