Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025
Αψόθυμος είσαι, δεν είσαι κακός. Κι' αν μ' αποπέρνης καμμιά φορά, εγώ πάντα σ' αγαπάω. Μέσα στα χέρια μου σ' ανάθρεψα. Σε λίγο. Πες μου, κύριε Τάσσο, τι έχεις σήμερα; Κάτι σε βασανίζει. ΦΛΕΡΗΣ — Δεν έχω τίποτα, Αργύρη. Τίποτα. Ησύχασε. Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Δε θέλεις να μου πης. Ας είναι. Ο Θεός να τα φέρη δεξιά. Εγώ πάω τις βαλίτσες μέσα. ΦΛΕΡΗΣ — Άκουσε, Αργύρη.
Φτάνει που θα κακοπαθήσω εγώ... Δεν πρέπει να λείψουμε κ' οι δύο από το σπίτι. — Ηγώ τώκαμα του τάμα, είπεν η παπαδιά. — Μα αν πάω εγώ το ίδιο είνε. — Δεν είμαι ήσυχη αν δεν είμαι κοντά σου, παπά μ', είπεν η παπαδιά. — Κ' ημάς πού θα μας αφήσετε! έκραξε με δάκρυα εις τους οφθαλμούς το Μυγδαλιώ. — Σιώπα, καϋμένη, είπε το Βασώ. Θα με πάρ'νε κ' εμένα μαζί, σιώπα!
Ναι, είμαι μόνον οδοιπόρος, μόνον περιπλανώμενος επάνω στη γη! Μήπως είσθε σεις τίποτε περισσότερον; 18 Ιουνίου Πού θέλω να πάω; Τούτο θα σου το αποκαλύψω εμπιστευτικά.
Και μάλλον από την αγωνίαν, παρά από τον καύσωνα, ο ιδρώς του κατέρρεεν εις μεγάλους θρόμβους από του μετώπου και των κροτάφων εις τον ταύρειον λαιμόν του. — Πάω να πιάσω δουλειά και πέφτω στη συλλογή και ξεχνώ τη δουλειά κι' όλο σένα συλλογούμαι και θέλω να σε 'δώ, ν' ακούσω τη φωνή σου γή σκιάς το χτύπο του πετάλου ταργαστηριού σου.
Να μεγαλώση, να την βρω 'ςτό ξέφωτο μια μέρα Να της ανοίξω την καρδιά και να τήνε φιλήσω ... Σήμερα που την εύρηκα ναρχέται από τη βρύσι Και της εγύρεψα φιλί 'ςτά μαύρα της τα μάτια, Εκείνη μου τ' αρνήθηκε, και μούπε αλλού να στρέψω, Γιατί την έχ' η μάνα της μικρούλ' αλλού ταμμένη ... Γι' αυτό θα πάρω τα βουνά, θα πάω να γίνω κλέφτης, Κ' εγώ, που την αγάπησα, εγώ θα να την πάρω.
Κι' η αργυρόποδη θεά της απαντάει, η Θέτη «Και τι με θέλει, αφτός θεός μεγάλος; Τι δειλιάζω 90 θεούς να σμίγω, κι' αχ με τρων τόσα σκουλήκια εμένα. Μα ας πάω! Το λόγο του, ότι πει, δε θαν τον πει του κάκου.» Έτσι είπε η σεβαστή θεά, και παίρνει μια της μπόλλια μάβρη, που πιο βαθύ σκουτί δεν είχε ο κόσμος άλλο.
Δεν είμαι μόνος μου, πολλούς οι Μούσες αγαπούνε κι όλοι μας στην Αρέθουσα θα πλέξωμε τραγούδια, θα πλέξωμ' ύμνους στο λαό, στου Ιέρωνος τις νίκες. Ω Χάριτες του Ετεοκλή, Χάριτες, που αγαπάτε τον ξακουσμένο Ορχομενό κάποτ' εχθρό της Θήβας, εγώ δεν πάω ακάλεστος, μα σ' όσους με καλέσουν, παίρνω τις Μούσες συντροφιά και θαρρετά θα δράμω.
ΕΡΜΟΓΕΝΗΣ. Ποιος είτανε του λόγου του; Διαταγή να του ανοίξουν είχεν από πρόσωπο σπουδαίο. . . Αρχή σου κάνω πάντα να μου κουβεντιάσης, μα συ δεν βγάζεις τσιμουδιά!. . . Η βάσις λέει της υγείας είν' ο ύπνος. 'Μένα με ταράζει Η αγρυπνιά ως βλέπεις. Ξέρε το. . . Από μαράζι θε να πάω, άρχοντά μου Όταν έρθη κι' η σειρά μου. Χτυπούν την πόρτα πάλι. Ξύπνησε, μωρή πέρδικα, και πήγαινε ν' ανοίξης. . .
Κι' αληθινά, σε τρεις μέραις, ήρθε το καράβι. Το θυμάσαι, μήνες είνε από τότε. Η Αρχόντω, μετά μικράν σκέψιν είπε: — Πας να την φωνάξης; — Ποια, την Χ., του καπετάν Λυμπέρη; Τέτοιαν ώρα, έρχεται; — Τι ώρα είνε; Η κόττες τώρα κάτιασαν. — Πώς να πάω, μάνα; φοβάμαι. -Βγαίνω στο παραθύρι και σ' αγναντεύω· σε φυλάω με το μάτι· τρεις πόρτες παραπέρα είνε. — Ας πάω.
Τώρα όλα τελείωσαν…» «Τι θα κάνεις τώρα;» «Τι θες να κάνω; Θα μείνω εδώ περιμένοντας το θάνατο. Τα έχω μαζί μου όλα, η ψυχή μου να σωθεί.» «Μπορώ να σε πάω μέχρι το Νούορο», είπε ο Έφις, και ξαφνικά άρχισε να κλαίει. Σκυμμένος επάνω στον ετοιμοθάνατο προσπαθούσε να τον ξαναζωντανέψει βρέχοντας τα χείλη του με το ποτό που άφησε η γυναίκα και το μέτωπό του με ένα κουρέλι βουτηγμένο στο κρασί.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν