Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Ιουνίου 2025
Ο ήλιος θα πρόβανε σε λίγο πίσω απ τα βουνά, και περακεί, πάνω απ το πέλαγο, πάνω απ της Κούρσας ταπόγκρεμνα και κρεμαστά κεφάλια, πάνω στους πλουσιοφωτισμένους θόλους, ξέθωρο βλέφαρο, μάτι σβυσμένο εξεχάστηκε στον ουρανό ψηλά, εκρέμαγε ακόμα, ξέχρωμο τόρα, ξεβαμένο, άδοξο το φεγγάρι.
— Εμπρός! είπε ο Αγαθούλης· ας αφεθούμε στη θεία πρόνοια. Πλέξανε μερικές λεύγες ανάμεσα σε όχθες, άλλοτε ανθισμένες, άλλοτε χέρσες, άλλοτε ομαλές, άλλοτε απόκρημνες. Το ποτάμι φάρδαινε πάντα· τέλος χανότανε κάτου σε μια καμάρα από βράχους τρομαχτικούς, που υψωνόντανε ως τον ουρανό. Οι δυο ταξιδιώτες είχανε το θάρρος, να εγκαταλειφτούνε στα κύματα κάτου απ' αυτή την καμάρα.
— Τ' ήτανε πάλε τούτο το ξαφνικό, Καπεταν Γιάννη! τούπα με καλωσύνη, δίνοντας του το χέρι Όλο το νησί σταυροκοπιέται.. Γύρισε και με κύτταξε. — Κάθεσαι λιγάκι; μου είπε. Και τράβηξε το τσιμπούκι του, σαν να τραβούσε με τον καπνό μαζί όλες τις θύμησες της ζωής του. Ύστερα φούσκωσε τα μάγουλά του και τίναξε το πυκνό σύννεφο προς τον ουρανό. — Αμ' γι' αυτό ήρθα, του είπα. Να καθήσω.
Όταν έβγαλα το Ταξίδι μου και γράφηκαν τόσα άρθρα, παρατήρησα κάτι πράματα και γω σαν τον αστρονόμο, που από μακριά κοιτάζει τον ουρανό, και προσπαθεί να καταλάβη τι τρέχει εκεί απάνω, γιατί του έρχουνται πρώτα πρώτα σα λιγάκι παράξενα μερικά που βλέπει, και για να τα ξηγήση, θέλει να βρη τον κρυμμένο λόγο, να μάθη αν υπάρχει κανένας νόμος άγνωστος ακόμη, που να του δείξη στο τέλος πώς και με τι τρόπο, η επιστήμη του θα ταιριάξη το ένα με τάλλο ένα σωρό αλλόκοτα φαινόμενα, που μοιάζουν όλους διόλου αντίθετα και χωρίς αιτία καμιά.
Ξαφνικό χαλάζι πυκνό και κατάχοντρο παράδερνε τα χτήματα, τσάκιζε τις ελιές και τα δέντρα, παράσυρνε τη σταφίδα απ' τ' αλώνια στα χαντάκια, κάτω στο ποτάμι, πέρα στη θολή και μανιωμένη θάλασσα. Αντάρα πυκνή, θολό χάος σκέπαζε και γις και ουρανό. Η δυστυχία άπλωσε το βαρύ χέρι της και τσάκισε, και συνέτριψε και κόπους κι αγώνας, και όνειρα κι ελπίδες.
Ο Έφις όμως άρχισε να βογκάει και τρανταζόταν αδύναμα σαν ένα λαβωμένο πουλί που προσπαθεί ακόμη να πετάξει. «Θέλετε να με πεθάνετε πριν την ώρα μου…» Τότε ο γιατρός έκανε νόημα με το χέρι και το κεφάλι σηκώνοντας τα μάτια στον ουρανό και ο ντον Πρέντου ακούμπησε πάλι κάτω τον άρρωστο, τον ξανασκέπασε και δεν αστειεύτηκε πια. Κι έτσι τον άφησαν.
Κι αγρύπναγα ξαπλωμένος αποκάτου από το σκέπασμά μου, κυττάζοντας στον ξάστερο ουρανό το φεγγάρι, οπ' αρμένιζε αγάλια αγάλια εκεί απάνου και περίχυνε με το λαμπρό του φως όλη την πλάση κάτου. Οι ίσκιοι των δέντρων της αυλής έπεφταν σα φαντάσματα γύρω μου κι απάνου στες σκεπές των κελλιών. Αεράκι δε φύσαγε ολότελα. Φύλλο δεν εκουνώνταν. Νεκρίλα διάπλατη, σιωπή βαθύτατη βασίλευε.
— Χάρισμά σου! της είπε ο Παύλος. Κι' απ' τη στιγμήν εκείνη δεν είδε τίποτε άλλο στον κόσμο απ' την Παυλίνα, ούτε τον ουρανό, ούτε τη θάλασσα, ούτε τάστρα, ούτε τα λουλούδια, γιατί όλα τα ζήλευε η Παυλίνα. Έν' άλλο πρωί, γέρνοντας στην αγκαλιά του, του είπε πάλι: — Δος μου το νου σου και τα συλλογικά σου, Παύλο. Να τάχω δικά μου και μόνο δικά μου.
Και ο Ήλιος που έγερνε τώρα σιγαλά και λυπημένα προς τη δύση, άπλωνε ένα παράπονο σ' όλη τη φύση, σαν να της μηνούσε πως δεν θα ξαναφανή πια στον ουρανό και πως θα κοιμηθή για πάντα στα βάθη του Ωκεανού. Πέρα στον κάμπο ένα δρομαλάκι ξεχώριζε μέσα στην πρασινάδα. Ανέβαινε ήσυχα — ήσυχα το λόφο, στριφογύριζε σαν φιδάκι και χανότανε κάπου εκεί πέρα, μακρυά στο φλογισμένον ορίζοντα.
Τέσσεροι φλόκοι εμπρός και πέντε πανιά στο πλωριό κατάρτι· τρεις στραλιέρες στη μέση και μπούμα και φλις στο πρυμιό κατάρτι. Μα το ξύλο έμενε ακίνητο σαν βάρυπνο. Ρίζες έρριξε, νομίζεις, στον βυθό κ' έμελλε να βλαστοβολήση. Αποκαρωμάρα εβασίλευε περίγυρα, από άνθρωπο σε ξύλο, από θάλασσα σε ουρανό.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν