Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Ιουνίου 2025
Κατόπι κουβάλησαν κάτι χοντρά κούτσουρα που κατέβασαν ως εκεί τα ξερολάγκαδα από τες ράχες. Τέτοιαν πύρα δεν ξανάειδα ποτές άλλη φορά. Ξέκοψε σιγά σιγά η βροχή. Τα σύγνεφα τραβήχτηκαν ένα έν' από τον ουρανό και ξαστέρωσε το απέραντο χάος του. Το σκοτάδι που μας περίφραξε ήτον βαθύτατο. Το κρύο τ' απόβροχου αψύ.
Παρακαλεί τον ουρανό να τον απογλυτρώση, Σε χώμα απάνω να ριχτή, και σε στεριά να σώση. Σέρνεται οπίσω του απλωτή σαν το κουπί η νορά του, Και μουσκεμένα και βαριά κρεμούνται τα μαλλιά του· 170 Τηρίεται, και απελπίζεται· βυθίζεται σε δείλια.
Εγώ έψαλα το «η Γέννησίς σου Χριστέ». Κι' ανάρια ανάρια εβγαίναμε από τα σπίτια, να μάθουμε κάνα καινούριο χαμπέρι. Κανένας δεν ήξερε τίποτε. Όλων η όψες η ξαγρυπνισμένες και κατσουφιασμένες από την θλίψι, ώμοιαζαν τον μυσοσυγνεφιασμένον κι' αγέλαστον ουρανό μας. Τρέχουμε στη Μητρόπολη. Κι' εκεί τίποτε δεν ειξέρουν. Ο Δεσπότης ορμηνεύ' ησυχία κι' υπομονή.
Η αυγούλα αρχίζει να ροδίζη στον ουρανό κι αυτοί φεύγουν φεύγουν να προφτάσουν το τραίνο. Ο κοκκινοχώματος δρόμος του χωριού με τη μακριά σειρά των φραχτών του κι από τις δυο μεριές είνε σκοτεινός ακόμα.
James Payn είναι μάστορας στην τέχνη του να σκεπάζη ό,τι δεν αξίζει να βρεθή. Κυνηγάει τολοφάνερο με τον ενθουσιασμό ενός κοντόφθαλμου αστυνόμου. Όσο κανείς διαβάζει τα βιβλία του και προχωρεί, τόσο η αβεβαιότης του συγγραφέως καταντά σχεδόν ανυπόφορη. Τάλογα του Φαέθωνος του κ. William Black δεν πετούν κατά τον ήλιο. Μόνο τρομάζουν το βράδυ τον ουρανό με ζωηρές χρωμολιθογραφίες.
Ο Μαθιός έβαλε μια δυνατώτερη φωνή, καμπανίζοντας τα λόγια του ένα — ένα, σταράτα, σαν ντελάλης: — Εγώ ψεύτης! Σύρτε στο γιαλό να μάθετε τα μαντάτα. Ο Μιχαληός ο Καλόγνωμος εδώ είνε. Ό,τι έφτασε από την Αουστράλια. Σύρτε να μάθετε τα μαντάτα. Τα λόγια του Μαθιού έπεσαν σαν αστροπελέκι από τον ουρανό. Όλοι βουβάθηκαν. Και ύστερα τίποτε.
Κι' αγρύπναγα ξαπλωμένος αποκάτου από το σκέπασμά μου, κυττάζοντας στον ξάστερο ουρανό το φεγγάρι, οπ' αρμένιζε αγάλια αγάλια εκεί απάνου και περίχυνε με το λαμπρό του φως όλη την πλάση κάτου. Οι ίσκιοι των δέντρων της αυλής έπεφταν σα φαντάσματα γύρω μου κι απάνου στες σκεπές των κελλιών. Αεράκι δε φύσαγε ολότελα. Φύλλο δεν εκουνώνταν. Νεκρίλα διάπλατη, σιωπή βαθύτατη βασίλευε.
Επάνω στην αγία τράπεζα, που ήταν φτιαγμένη από ακατέργαστη πέτρα, το δισκοπότηρο άστραψε στον ήλιο και ο Λυτρωτής φάνηκε να διστάζει πριν ξεκολλήσει από το βράχο και αρχίσει να πετάει, εγκαταλείποντας το σταυρό ανάμεσα στη γκρίζα γη και το γαλάζιο ουρανό. Ακούστηκε κάποιος να κλαίει γοερά∙ ήταν ένας ζητιάνος ανάμεσα σε δυο τυφλούς, πίσω από ένα θάμνο. Ήταν ο Έφις.
Στον καταγάλανο ουρανό δεν υπήρχε ούτε ένα συννεφάκι και η ατμόσφαιρα ήταν τόσο διαυγής που επάνω στα βράχια του Κάστρου φαίνονταν οι πέτρες που γυάλιζαν και ένα κενό παράθυρο στα ερείπια, που άνοιγε στο γαλάζιο του ουρανού ανάμεσα στον κισσό που το περιέβαλε σαν γιρλάντα.
Και έτσι περιπλανώμαι άθυμα, έχοντας γύρω μου τον ουρανό και τη γη και τις δυνάμεις της που ενεργούν. Τίποτε δεν βλέπω παρά ένα τέρας που αιώνια καταβροχθίζει, αιώνια αναμασσά. 21 Αύγουστου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν