Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Ιουνίου 2025
Κάθε ώρα μου φαίνεται γεμάτη από την ευτυχία μου. Μου είναι τόσο παράξενο να συλλογίζουμαι τώρα, πως μια φορά όταν είμουνα πολύ νεώτερη, πιθυμούσα να πεθάνω για να πάω στον ουρανό. Τι νόημα είχε αυτό και τι ποθούσα; Μου φαίνεται πως το λησμόνησα, σα να μη στάθηκε ποτέ. Το μόνο, που κάποτε προτήτερα το αιστανόμουνα βαριά, είτανε το πως δε θα ξαναέβλεπα ποτέ τον πεθαμένον πατέρα μου.
Ναι, κατά το βραδάκι, όπως μετά από μια μέρα ελευθερίας που την περνά κανείς περιπλανώμενος, χασομέρης και ανικανοποίητος. Όλα ήταν ήσυχα και θλιβερά εκεί πέρα. Το Βουνό πρόβαλε πάνω στο μαύρο σπίτι, στον ανοιχτοπράσινο ουρανό του δειλινού, το καινούργιο φεγγάρι έπεφτε επάνω στο Βουνό και ο αποσπερίτης τρεμόπαιζε πάνω από το φεγγάρι.
Σα νίκης τρόπαιο στήνεις την κορφή σου, αγγίζοντας το μαύρον ουρανό, μα ως να φωλιάζη θλίψη στην ψυχή σου, σκοτεινιασμένο μένεις, σιωπηλό. Μόλις τολμά αεράκι να σε γγίξη, να σαλέψη στους κόρφους σου πουλί· μόνο, ως να θέλη ακόμα να σε ρίξη, το νερό κάτωθέ σου αφρομανεί. Περήφανο, βαρύ, συννεφιασμένο, μέγα δέντρο, όπως τώρα σε θωρώ, κόσμος ακέριος! μέσα σου κλεισμένο κρατείς για με μεγάλο μυστικό.
Μαύρα αίματα τρέχανε, χάσκανε πληγές, άσπριζαν σπασμένα κόκκαλα, φοβέριζαν τον ουρανό γροθιές σφιγμένες· χαρχάλευαν σπασμοί, τάραζαν τη σιγαλιά βόγγοι. Η γη ανάδινε ολούθε οσμή σαπίλας. Η οσμή εκείνη του φάνηκε παράξενη. Σήκωσε τα μάτια μ' αηδία· μα τότε πάγωσε. Καταμεσής στο μετόχι και στη θέση που άγιαζε πριν ο γεροπλάτανος, ένας ήσκιος άσπριζε γονατιστός σα συντρίμμι ταφόπλακας.
Και πιστεύω πως έ ν α ς άνθρωπος μπορεί ναξίζει περισσότερο από τα πλήθη των ανθρώπων: Μ' αρέσει ο άνθρωπος, δε μ' αρέσουνε τα πλήθη με τη χοντροκοπιά τους. Έχουν βέβαια δύναμη τα πλήθη, αλλά και ο ένας άνθρωπος έχει δύναμη πιο τρανή και πιο όμορφη. Δεν πίστεψα ποτέ πως οι μεγάλοι άντρες έπεσαν από τον ουρανό, ούτε πως ξέρουν «εξ αποκαλύψεως» μυστικά που δεν τα ξέρει το πλήθος.
Εξαιρέσει των εν τη «Μποέμ» εξής εγκατεσπαρμένων στίχων, ους ίσως και αυτούς έγραψεν άλλος: Η ξανθιά και νέα κόρη τη μαντίλλα της πετάει και δειλά κρυφοκυττάη τάστρα πουν' στον ουρανό και της λίμνης τα νερά τα γαλάζια κι'αργυρά. Οκτώ και οκτώ κάνουν δεκάξη· Δίνω έξη, κρατώ ένα· Άχ να εύρισκα κανένα Τίμιο χωρίς λεφτό Να μου δάνειζ' εκατό Να πληρώσω ότι χρωστώ Όταν τύχη και αδειάσω. Επωδός
Μόνο η λεύκα, που έπαιρνε ανθρώπινες μορφές, βασίλευε σαν φάντασμα απάνω από τις πένθιμες όχθες. Και όλο κινούσε δυο μεγάλα χέρια ν' αγκαλιάση τις φοβισμένες σκιές που γλυστρούσαν απάνω στα νερά και όλο σήκωνε το απελπισμένο κεφάλι προς τον ουρανό. Ταργοκίνητα νερά διάβαιναν σιωπηλά κάτω από τη θλίψη των δένδρων· ο Γέρο — Ποταμός φούσκωνε τα νερά του από μιαν απόκρυφη θλίψη.
Κι' εκείνοι εφτύς σαν τ' άκουσαν, τα σύνεργα τοιμάζουν, να παν να φέρουν τους νεκρούς, κι' άλλοι να κόψουν ξύλα. 418 Κι' απέ, σαν πρωτοχρύσωνε ο Ήλιος τα χωράφια 421 και μέσα απ' τ' Ωκιανού βαθιά τ' αγαλιοδρόμο κύμα ανέβαινε στον ουρανό, κινούν με τα μουλάρια.
Δεν είναι ο άνεμος. Ο αέρας είναι πεθαμένος. Πνίγομαι. — Κ' εγώ. Βλέπεις εκεί κάτω; — Βλέπω. Είν' ένα μαύρο σημάδι.... — Ένα μαύρο σημάδι σαλεύει. Αυτό είναι. — Τι είναι; — Αυτό είναι η πηγή του θρήνου. Αυτό είναι. — Τόσο μικρό; Σαν μια φούχτα χώμα. Κι' ο θρήνος είναι απέραντος. — Ναι απέραντος. Πλατύτερος απ' τον ουρανό. — Πλατύτερος. Πιο βαρύς απ' τα μεγάλα βουνά.
Τέτοια φωνάζοντας κουνεί τρεις δασιούς λόφους χήτες του κράνους του, και κάτω απ’ την ασπίδα κουδούνια χάλκινα τρομάρα ηχολογούνε, κ’ έχει περήφανο σημάδι επάνω, τέτοιο: τον ουρανό που αστράφτει απ’ άστρα δουλεμένο, και μες στη μέση σ’ όλη του τη λάμψη πρέπει τ’ ολόγιομο φεγγάρι της νυχτός το μάτι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν