Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025
Μεταξοσέντονα σαν αυτά που δεν τα πέρασε σαγίτα και δεν τα μάλαξε ξυλόχτενο· που υφάνθηκαν ψηλά στον ουρανό και τ' άπλωσε στη θάλασσα νεράιδας χέρι, να κρύψουν στις χάρες τους εσέ καλέ μου κ' εμέ τη σκλάβα σου!... Άνοιξα τα μάτια μου διπλά· τίποτα δεν έβλεπα. Η ομίχλη επύκνωσε πάλι τόρα κ' εθάμπωσε κ' εσκέπασεν όλα με φοβερό μυστήριο.
Ραψωδία Γ Και ανέβη ο Ήλιος, 'π' άφησε την ωραιοτάτη λίμνη, εις τον πολύχαλκο ουρανό, προς τους θεούς να λάμψη, και τους ανθρώπους τους θνητούς 'ς την γη την σιτοδώρα.
— Ο πετεινός κοιμάται ακόμα στην εληά της είπε η μάννα της, στον ουρανό ακόμα βόσκει των άστρων το μελίσσι, κ' είσαι ξυπνή από τώρα, κατσικούλα μου ; Η Μόσκω η Μοσκούλα πηγαίνει κι' ακουμπάει απάνω της. — Γιατί τα σκουλαρίκια του λαιμού σου τρέμουνε τόσο, ρωτά η μάννα της, γιατί μου βελάζεις ανήσυχα Μόσκω Μοσκούλα ;
Γιατί; γιατί και συ, Θανάση, δεν ακούγεσαι; Πού είνε η χρυσή Φωνή σου απόψε που συχνά τη λίμνη χαιρετούσε Κ' η λίμνη σε χαιρότουνε και σου χαμογελούσε; Γιατί 'σάν δίχως όρεξι καταμεσίς ξαπλώνεσαι Κ' ακουμπισμένος 'ς τους σκαρμούς τα μάτια στηλωμένα Έχεις 'ψηλά 'ς τον ουρανό, 'σάν τ' άστρα ένα-ένα Ν' αναμετράς; Για το μικρό χωριό σου μη σε πόνεσε Μήνα για τον πατέρα σου τ' αδέρφια σου Θανάση; .. Ω μη! μη συκλετίζεσαι.
Κ' έτσι έγινε• την ώρα δε που ο καβαλλάρης ήλιος εφάνηκε στον ουρανό τον κύκλο του να κάνη, εμβήκε κ' η προφήτισσα μέσ' στο μαντείο του θεού• μα μόλις το μικρό παιδί στα μάτια της αντίκρυσε, ετρόμαξε, μήπως καμμιά δυστυχισμένη κόρη απ' της Ιέρειες των Δελφών εκρυφογέννησεν εκεί και το παιδί της στου θεού τους τόπους είχε αφήση, και να το ρίψ' ηθέλησε απ' έξω απ' την θυμέλη• μα πάλι την σκληρότητα η ευσπλαχνία ενίκησε, γιατί ο Απόλλων βοηθός εφάνη στο παιδί του να μη διωχθή απ' το ναό• για τούτο κ' η προφήτισσα τανάθρεψε, τη μάννα του χωρίς ποτέ να μάθη κ' εκείνον που το γέννησεν, αν ήτανε ο Φοίβος.
Και στο στήθος αυτών των γλυκών λόφων ένας μεγάλος μαύρος λεκές: τα κυπαρίσσια του νεκροταφείου που από μακριά φαίνονται σα να κοιμούνται ορθά, τόνα κοντά στάλλο. . . . . Μα δεν κοιμούνται, παρά βουίζουν όλα μαζί σιγαλά και γλυκά σαν άρπες αλαργινές κι ονειρεμένες• και πίσω από το πιο μελανό και πιο βουερό κυπαρίσσι κουρνιάζει κρυμμένος ο Χάρος και βγαίνει κάθε νύχτα με τασημένιο δρεπάνι, πούχει το κρεμασμένο απάνω στον ουρανό, κουκουλωμένος σε μαύρο ράσο ή με λουλούδια στο κεφάλι, και σιγοπατάει στους δρόμους και καβαλλάει μάντρες κι ανοίγει τα κλειστά παράθυρα και τις αμπαρωμένες πόρτες και πέρνει εκείνους που κρύβουν το πρόσωπο μέσα στα προσκέφαλα για να μην τον ιδούν κι αφήνει, γελώντας με τα δόντια δίχως χείλια, όσους του φωνάζουνε να τους λυτρώση.
— Τα χέρια σου τρέμουν! μου είπε ο Άλλος. — Και τα δικά σου. — Πού είμαστε; — Δεν ξέρω. — Δεν ακούς; — Ακούω. Τι ήτανε αυτό που άκουα μες στο σκοτάδι; Αυτό μας έκανε να τρέμουμε. Ένας θρήνος πλατύς ανέβαινε απ' τη γη. Ο θρήνος εγέμιζε τον κάμπο, τον ουρανό, τον αέρα. Τρυπούσε τα βαρειά σύννεφα κ' έσβυνε απάνω. Πλημμυρούσε όλη την πλάση, ζυμωμένος με το σκοτάδι. Ο ανθρώπινος πόνος
Το δείπνο τους ήταν λιτό: χυλός από γάλα που δεν φούσκωνε το στομάχι και άφηνε διαυγή και φωτεινή τη σκέψη σαν το μεγάλο ανοιξιάτικο ουρανό. Και όμως, πότε πότε την ντόνα Έστερ την κυρίευαν οι τύψεις και από το μυαλό της περνούσε μια κρυφή, ένοχη σχεδόν, σκέψη.
Εφάνηκε να τρεμουλιάζη από την κορφή ως τα νύχια. Δισταγμός κάποιος εμπήκε στην ψυχή του· κρύος φόβος επάγωσε τον νου του κ' εσταμάτησε. Εδοκίμασε πάλι να κινηθή, εταλαντεύθηκεν, έκαμε δυο κλωθογυρίσματα στον τόπο του κ' εστάθηκε πάλιν ακίνητος, σμίγοντας τη θάλασσα με τον ουρανό πύργος γυάλινος. — Δεν κάναμε τίποτα· είπε πικραμένος ο καπετάνιος στον ναύκληρο. — Τίποτα· το βλέπω κ' εγώ.
Όταν θυμούμαι τον καιρό αυτό κι όλα όσα γίναν έπειτα, ξαφνίζουμαι με την ένταση που είχε πάρει η ψυχή μας τότε. Σα να πέρασε απάνω στον ουρανό μας ένα ψιλό μονάχα σύννεφο και σκορπίσθηκε έπειτα. Έτσι πηγαίναμε κ' ερχόμαστε δω κάθε βράδι ευτυχισμένοι και στις ομιλίες μας δεν υπήρχε ούτε το αλαφρότερο σημάδι θλίψης. Όλα όσα είχανε γίνει είτανε θαμένα πίσω μας.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν