Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Ιουνίου 2025


Η Πολύμνια εγερθείσα με προφύλαξιν έκυψε διά να ίδη πού επήγε το κοντάριον από την αυτήν πλευράν της φελούκας, προς ην ίστατο και ο Νίκος, αλλά τότε η φελούκα έγειρε μονόπλευρα, και παρ' ολίγον ανετρέπετο.

Και όχι μόνο τότες. . . Άμα θ' άνοιγε την πόρτα ο Νίκος να μπη στο σπίτι κι ακουγόταν η φωνή του, μόλις που της έλεγε κουβέντα ή της έδινε τίποτα στο χέρι, αυτή γινόταν παπαρούνα. Κ' εύρισκ' αιτία και ξέφευγε απ' την κάμαρη κ' έτρεχε κάτω στην κουζίνα.

Τo στόμα της έδειχνε κυρτωμένο σ' ένα τόξο, που θάτον ακόμα πιο τρομερό αν ήτονε γέλοιο κι όχι κλάμα βαστηγμένο μιας ψυχής που σπάραζε . . . Τώρα ο Νίκος ερχόταν το απόγεμα από νωρίς στο σπίτι πολλές φορές και δε ματάβγαινε καθόλου ύστερ’ απ' το γιόμα.

Ο μπαμπάς σου παίζει. Δώσε μου το χεράκι σου να το φιλήσω. ΔΩΡΑΌχι, κύριε Νίκο, όχι φύγετε. Φοβάμαι. Τρέμω. Κύριε Νίκο ... Τι μου υποσχεθήκατε; Όχι. Εσείς δε θέλω να με λέτε δεποινίδα Δώρα. Θα σας θυμώσω. ΝΙΚΟΣΤίποτε. Θα σας λέω δεσποινίδα Δώρα, όσο με λέτε κύριε Νίκο. Μάλιστα δεσποινίς.... ΔΩΡΑ — Ε! καλά, καλά. Ορίστε. Νίκο! Σας είπα Νίκο. Δώρα . . . Τι μου κάματε; Σκύβει κάτω.

Μα δεν είχε ακόμα κατεβή απ’ το βουνάκι και του φώναξε ο Νίκος με τον Ντίνο να σταθή ναρθούν μαζί του. . . Ως που να γυρίσουν, καθήσαν οι γυναίκες στο προαύλιο απάνω σε κάτι παλιές κολώνες μαρμαρένιες, πλαγιασμένες χάμω, απ’ τον παλιό καιρό πούτον ο νάρθηξ όλο κι από τέτοιες, καθώς τους είπε ο εκκλησιάρης.

Εσύ θα με ξεχάσης.... Εγώ όμως θα πεθάνω, να το ξέρης. Σήμερα το κατάλαβα πως θα πεθάνω άμα φύγω μακρυά σου. ΝΙΚΟΣΚουτό κορίτσι που είσαι. Μήπως εγώ δε θάρθω στας Αθήνας για το Πανεπιστήμιο; Θα σου γράφω, θα μου γράφης ωραία γραμματάκια, θα βλεπόμαστε στον περίπατο, καμμιά φορά κρυφά, και ύστερα, σα δεν θέλη ο μπαμπάς σου, ένα αμάξι μια νύχτα και: «Βάρα αμαξά. Στο Τατόι κατ' ευθείαν!» Ε;

Αλλ' ουδεμίαν έκπληξιν εφανέρωσεν ότε, αντί του αγωγιάτου, απεκρίθην εγώ εις την ερώτησίν του. — Είναι ο εξάδελφος μου, Κύριε Μελέτη, ο Κύριος Μαιμάς. Ο Νίκος, παραιτήσας επί τέλους τας ερεύνας του, επλησίασε και εχαιρέτησε τον γέροντα, όστις χωρίς να τον καλοβλέπη έθλιψε την χείρα του, επαναλαβών τα φιλόξενά του «Καλώς ωρίσατε».

Σαν ήρθε το μεσημέρι ο Νίκος, τον περίμεναν απέξω από την πόρτα του οι γυναικούλες για γα τον προφτάσουν τα μαντάτα και να του πουν πως δηλαδή δεν κάνει καλά να την αφήνη τη γυναίκα του να παιδεύεται με το νοικοκυριό της, αφού δεν έχει την υγειά της. «Όλος ο κόσμος το λέει αυτό κ' είναι κρίμας, γιατ' είναι ήσυχη γυναικούλα και φρόνιμη-μόνο που δεν έχ’ υγεία!

Τι φιλιά ήταν εκείνα! τι γλύκες ! Με τι μάτια τις έβλεπε τώρα η Βεργινία αυτές που θέλανε να της πάρουν τον άντρα της ! Και να που αρχινίσανε να της τον επαινούν όλες μαζί και δος του κατηγορίες του κοριτσιού που εξ αιτίας της βέβαια αργούσε ο Κύριος Νίκος. «Βρέθηκε γεβεντισμένος ο άνθρωπος, σκασμένος απ’ τη στενοχώρια του ! Έμ ας ξεσκάση δα και λιγάκι ο καημένος σα νέος που είναιΚαι μόλο που ξέρανε σε τι μεριά την άγγιζε η βελόνα τη Βεργινία θανάσιμα, όλο και για παιδιά να μιλούν: αφού κ' η εξαδέρφη τους η Μίνα, πούχε πάρει το γιατρό απ’ το Αίγιο, «έπειτ' από τρία χρόνια που δεν έκανα παιδιά απόχτησε το διάδοχο, κ' εκεί που πρώτα δεν ήταν τρόπος να συμμαζέψη τον άντρα της, τώρα όλο και φιλιούνται σαν τα τρυγονάκια . . .» Η Βεργινία αισθανόταν πάλι πως θα λιγοθυμήση- Κυτταχτήκαν αναμεταξύ τους οι δεσποινίδες.

Οσάν να εβρυκολάκιασε! — Σιωπή, επανέλαβεν ο γέρων, και απεμακρύνθησαν αμφότεροι. Ο Νίκος ανωρθώθη. Ήτο κατακόκκινος. — Την ήκουσας, είπε. Μ' επήρε διά βρυκόλακα! Και απεπειράθη να γελάση. Ήτο άγριος ο βεβιασμένος εκείνος γέλως του. — Ησύχασε, αδελφέ, δεν είπε τούτο. Αλλά, επρόσθεσα, και αν το είπε, καλά έκαμε, διά να μάθης άλλην φοράν να γίνεσαι ωτακουστής!

Λέξη Της Ημέρας

στάθη

Άλλοι Ψάχνουν