United States or Burundi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τρέχει η γρηά με λαχτάραν να συνάξη τα κατσίκια και της κατσίκες εις το μανδρί, η χάλαζα την μαστίζει κατά πρόσωπον, ο άνεμος της εμποδίζει τας κινήσεις και τότε πλήρης αγανακτήσεως, φωνάζει με όλην της την καρδιά: — 'Σ την πομπή σου, γέρω-Μάρτη· τα κατσικάκια μου τ' ανάστησα! δε σ' έχω ανάγκη. — 'Σ την πομπή μου! ακούςτην πομπή μου! εμένατην πομπή μου, παληόγρηα;. . .

Τι μου το λέει αλάθεφτα εμένα αφτό η ψυχή μου· θα φέξει η μέρα μια φορά που θα χαθεί κι' η Τροία κι' ο βασιλιάς ο Πρίαμος κι' ο ξακουστός λαός του, 165 κι' αφτούς του Κρόνου ατός του ο γιος, θυμό γιομάτος μ' όλους, τη σκοτεινή απ' τα σύγνεφα θαν τους τραντάει φουρτούνα, αφτού του δόλου παιδεφτής.

Μα να, μην πας μακρυά· εμένα, τη μεγάλη μου κόρητην είδιες, αφεντικό, μαθές, όχι πως είνε θυατέρα μου, μα νε ομορφούλατην εγάπησενε ο Σωτήρης ο Σκουλάξινος, καλό νοικοκιουρόπαιδο, και τα χαμε σκεδό τελειωμένα και σαν ήρθεν ο κόμπος στο χτένι, πως εγώ είπα να κρατήξω τ' αμπέλι τση Φτελιάς για τη δεύτερή μου την Αννέζα, εχόλιασενε κ' ετραβήχτηνε· ακούς, αφεντικό, πράματα!

Εγώ το καταλάβαινα. «Μοσχαδώ, σου το είπα, στιγμή δεν μπορείς να κάνης χωρίς εμένα». Κ' εκείνη θύμωνε μαθές, Θεός σχωρέσ' την, μέρα που είνε και μούλεγε: «Την όρεξί σου έχω...» κ' έφευγε τάχα κακιωμένη. Και πάλι να σου την! Όταν τελείωνα τη δουλειά, με λυπότανε κάποτε και μούλεγε: «Δεν πας και συ μαθές, Αποστόλη, στον καφενέ, να ξεσεκλετισθής, να πάρης τον αέρα σου.

Τάχα 'στό Κούγκι, το βουβό, το ξεθεμελιωμένο, Θ' αναστηθή οχ' τη στάχτη του κανένας πολεμάρχος, Να κάτση να σου διηγηθή την λεβεντιά του Μήτρου; Τάχα κανένα ριζιμό, κανένα ορθό κοτρώνι, Θα να ξυπνήση να σου ειπή με ξέχωρο καμάρι, «'Σ' εμένα ο Μήτρος μια βολά, σ' εμένα ο υιός του Νότη »Το γιαταγάνι ετρόχησε, πρωτόλουβος λεβέντης, »Κ' ερρίχτηκε 'στον πόλεμο ψηλά ανεμίζοντάς το »Και νικητής σαν έγυρεεμένα πάλιν ήρθε »Στον δροσερόν τον ίσκιο μου να κάτση ν' ανασάνη»;

Η Φαραζάνα ακουόντας αυτά τα λόγια του Αράπη εγέλασεν υπέρ το μέτρον. Αυτή εστοχάζονταν πως εκείνος θα της ωμιλούσε με αυτόν τον τρόπον, διά να την κάνη να στέκη χαρούμενη· εσύ έβαλες τέτοιους στοχασμούς επάνω εις εμένα, του είπεν· είμαι ευχαριστημένη που το έμαθα· Θέλω κυττάξει να φυλαχθώ εναντίον εις έναν άνθρωπον τόσον κακοποιόν καθώς είσαι εσύ.

Αλλ' η μητέρα του παρενέβη. — Καλέ, θέλει τηνε, μα ντρέπεται να το 'πη. Δε μου το' πες εμένα, γυιέ μου; Ο Μανώλης κατέβαλεν υπεράνθρωπον προσπάθειαν διά να επιβεβαιώση τους λόγους της μητρός του με μικρόν αναπάφλασμα γέλωτος. — Κατεργάρη! κατεργάρη! είπε γελών ο Σαϊτονικολής.

Πέρασε κοντά μου, μ' είδε πανιασμένον και με ρώτησε σιγαλινά: — Πού χτύπησες, πού σε πονεί; Στην ταραχή και στη λαχτάρα της ενόμισε πως είχα πέσει κ' εγώ. Και μώκαμε την ίδια ρώτηση που της είχα κάμει εγώ, όταν την πρωτόφερα στο λογισμό της μοναχός μου. Άσχημα έκαμα που είπα ότι μου την άρπαξαν πλέον από τα χέρια μου οι άλλοι κι ότι μ' αναμέρισαν ολότελα εμένα.

Τώρα όλ’ οι θεοί με μισούνε, των ανοσίων βλαστάρι εγώ, όπου το σπέρμα μου έρριξα στη μάνα μου την ίδια. Και αν είναι και χειρότερο κακόν απ’ όλα τούτα σ’ εμένα τον Οιδίποδα έχει λάχει. ΧΟΡΟΣ Δεν ξέρω να σου πω, αν καλά το εσκέφθης: καλύτερος ο θάνατος παρά τυφλος να ζήσης. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ότι δεν έγειναν καλά τούτα, μη θέλης να υποστηρίξης!

Είπε, και όλοι εσυμφώνησαν οι άλλοι, κ' εν τω άμα του Ηλίου ταις καλήτεραις εσύραν αγελάδαις, εγγύθεν, ότι όχι μακράν του μαυροπλώρου πλοίου η ωραίαις πλατυμέτωπαις έβοσκαν αγελάδαις. 355 και ολόγυρα τους έκαμαν ευχαίς των αθανάτων, απ' το υψηλόκομον ιδρύ χλωρά μαδώντας φύλλα, ότιτο πλοίο δεν είχαν ποσώς λευκό κριθάρι. και άμα ευχηθήκαν, κ' έσφαξαν κ' έγδαραν, τα μερία έκοψαν και τα εσκέπασαν 'με διπλωτό κνισάρι, 360 κ' επάνω αυτών ωμά 'βαλαν κομμάτια• και να χύσουν σπονδαίς εις τα καιόμενα σφαχτά κρασί δεν είχαν, και με νερό σπονδίζοντας όλα τα εντόσθια ψήναν. και αφού καήκαν τα μεριά κ' εγευθήκαν τα σπλάχνα, ελιάνισαν τα επίλοιπα και αμέσως τα εσουβλίσαν. 365 ο γλυκός ύπνος έφυγε τότε απ' τα βλέφαρά μου, κ' εκίνησα προς το γοργά καράβι 'ς τ' ακρογιάλι• αλλ' όταν εις το ισόπλευρο καράβ' είχα σιμώσει, ήλθε ο γλυκύτατος καπνός της λίπας προς εμένα, κ' εκλαύθηκα γογγύζοντας εμπρός των αθανάτων• 370 «Δία πατέρα, μάκαρες θεοί, 'που πάντοτ' είσθε, Αχ! για καλό δεν μ' έχετεύπνο βαρύ βυθίσει• κ' εδώ, 'που εμέναν, έπραξαν έργο μεγάλο οι φίλοι».