Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025
Θελά μισέψω, και θα πάω πολύ μακριά στα ξένα, Μακριά οχ τ' εσένα που αγαπώ· αλοίμονο σ' εμένα! Ήμουν κοντά σου κι έζηγα, και τώρα να σ' αφήσω, Να ξεμακρύνω, πώς μπορώ, χωρίς να ξεψυχήσω. Στοχάζομαι το χωρισμό, και ξαπορώ, και φρίζω, Κι' άντα τον εινορεύομαι ξυπνώ, και λαχταρίζω. Το χωρισμό σου, αγάπη μου, σήντα τον συλλογιούμαι, Σα φύλλο από τον άνεμο ταράζομαι και σιούμαι.
Τότε η γυναίκα μου λέγει· ήξευρε ότι εγώ είμαι μία εξωτική· ιδού που σου εφύλαξα την ζωήν, διά την αγάπην και περιποίησιν που έδειξες εις εμένα, και ήξευρε ότι έχω θυμόν και οργήν ακατάπαυστον εναντίον των αδελφών σου, και θέλω κάμει παντοίους τρόπους διά να τους καταβυθίσω εις την άβυσσον της θαλάσσης μαζί με το πλοίον τους.
Χτες ήρθε και κάθησε κοντά μου κι ακκούμπησε το χέρι της στο δικό μου. — Πόσο πιο ευτυχισμένος θα είσουν, αν δεν είχες εμένα! είπε.
Κι’ ουδέ κανένας βρίσκεται στον κόσμο, σαν εμένα.... — Πίστεψε, Γιάννο, πίστεψε, δεν αγαπώ κανένα! Κι’ ως τώρα δεν την έννοιωσα τη γλύκα της αγάπης, Γιατ’ έχω πέτρα την καρδιά και σίδερο τα στήθια... Φύγε από μένανε μακρυά, μη στέκεσαι μπροστά μου. Γιατί μου φέρουν συχασιά τα ερωτικά σου λόγια!
Παρακαλώ σε βασιλέα μου, διά την αγάπην που έχεις εις εμένα, να μου κάμης την χάριν, όταν αποθάνω αντίς να βάλης άλλους να μου φυλάξουν το μνημείον μου, να βάλης την αγαπημένην μου Καλεκάρην, επειδή και όντας πολλά αγαπημένη μου, θέλει παρακαλέσει εκείνην την νύκτα διά εμένα με περισσοτέραν θερμότητα, και ακόμη θέλεις την ελευθερώσει από την σκλαβιά δίδοντάς της χαρίσματα μεγάλα διά την μεγάλην της εμπιστοσύνην και αγάπην που εις εμέ έδειξεν.
Ένα μόνον πράγμα φοβούμαι, μήπως πάλιν τους ντροπιάσω και αυτούς τους ανθρώπους, όπως τον Κόννον του Μητροβίου, τον κιθαριστήν, που μου δίδει ακόμη και τώρα μαθήματα μουσικής· όσο μας βλέπουν τα παιδιά, οι συμμαθηταί μου, και εμένα περιγελούν και τον Κόννον τον λέγουν γεροντοδιδάσκαλον ·να μη συμβή λοιπόν το ίδιον και με αυτούς ξένους ανθρώπους, και ίσως, στοχάζομαι, από φόβο να μην ακούσουν τα ίδια, να μη θελήσουν να με δεχθούν μαθητήν των.
Ταναφυλλητά του στήθους της γεμίσανε τον αέρα. — Αλλοίμονο! στέναξε βαθιά. Αλλοίμονο, είπε μέσα της, σ' εμένα! Αυτό το σπίτι δεν είναι το δικό μου. Αυτό το σπίτι είναι της ξελογιάστρας που ξελόγιασε τον άντρα μου. Και τώρα σηκώνεται απ' το χώμα και πάει και τηνέ βρίσκει. Αλλοίμονο σ' εμένα!... Το καλό πουλί δεν άκουσε τα παράπονα της χαροκαμένης.
Ιδού! ο νεκροθάπτης βαθύν ανοίγει λάκκον και «δεν μου λες αλήθεια — μου λέγει προπετώς — γι' αυτό εδώ τι γράφει ο Σπένσερ και ο Βάκων;» κι' εμένα τεταρταίος με πιάνει πυρετός. Τρελλούς ακούω νέους ποτήρια να βροντούν και όλοι κοκκινίζουν από το πίνε πίνε... «καλώς σας ηύρα» λέγω, κι' εκείνοι μ' απαντούν «μονάχος σύντροφός σου ο νεκροθάπτης είναι».
Κι αν με λερώση ο κορνιαχτός κι' αν με μαυρίση ο ήλιος, Απάνου εκεί θα να νιφτώ 'ς το κρύο νερό της βρύσης, 'Στά γρέκια 'ς τα προσκάμνια μου θα γείρω ν' ανασάνω, Θα να βοηθήσω 'ς τ' άρμεγμα του γέρου μου πατέρα, Και σαν νυχτώσουν τα βουνά και πάη αυτός 'ς το σκάρο, Τ' αδράχτι, η δρούγα κι' ο αργαλειός μ' ακαρτερούν εμένα. Δώδεκα μέρες κούρευαν, δώδεκα μέρες δέναν.
Άξια ο Φοίβος μας θυμίζει και συ άξια το ξεχασμένο το θανάσιμο το κρίμα° και δίκαια τον βασιλέα βοηθόν θα βρήτε εμένα όχι για χάρι των νεκρών μονάχα, αλλά και για την ίδια μου τη σωτηρία. Θα διώξω εγώ την εντροπήν από τας Θήβας, γιατί ο φονιάς που έχει τον Λάιον σκοτωμένα, μπορεί και μένα να σκοτώση καμμιάν ώρα. Λοιπόν κάμνω καλό στον εαυτό μου αν έτσι τον θάνατον εκδικηθώ του βασιλέως.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν