United States or Bahamas ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η ψυχή μου θα βγαίνη κι' ο παπάς θα με δροσίζη με το κουταλάκι... Αυτά είνε που σου λέω, Καπετάν Βαγγέλη. Και να μακούς εμένα και να μαγαπάς. Ήσαν οι δυο γέροι στην ταβέρνα του Σπανού, κάτω στο γιαλό, στο κρυφό τραπεζάκι πίσω απ' το τεζάχι. Την είχε τη θέσι χρονικής ο Μπαρμπα-Δημητρός. Όχι πως ήθελε να κρυφτή απ' τα μάτια του κόσμου. Μια πεντάρα δεν έδινε. Μα τουρχότανε βολικά εκεί σταπόμερο.

ΜΟΛΟΣΣΟΣ Ω, αλλοίμονον, τι θα μου κάμουν κ' εμένα και εις εσένα, μητέρα! ΜΕΝΕΛΑΟΣ Πηγαίνετε εις τον Άδην, διότι ήλθατε από εχθρικήν πόλιν. Πεθαίνετε και οι δύο από διπλήν απόλαυσιν. Συ μεν φονεύεσαι με την ιδικήν μου απόφασιν, το δε παιδί αυτό κατ' απόφασιν της Ερμιόνης. Μεγάλη αφροσύνη είναι ο εχθρός να φείδεται του εχθρού του, όταν ημπορή να τον φονεύση και ν' απαλλάξη από αυτόν την οικίαν.

Καθένα με το διάβολό του. Εμένα η γρηά μου δε ήξερε τέτοια πράμματα. Απ' ταυτί και στο δάσκαλο. Καλή της ώρα! — Έτσι που λες, γέρο. Ωστόσο έδωκε ο Θεός και ήρθε η ευλογημένη μέρα. Όταν έπεσε, που λες, στην αγκαλιά μου, έτριβα τα μάτια μου. «Εσύ 'σαι, μωρέ Δημητρό, που απόλαψες τέτοια δόξαΔεν πίστευα και μοναχός μου. Ανοίξανε τα επουράνια... Ένας χτύπος δυνατός ετράνταξε την πόρτα.

ΚΡΕΟΥΣΑ Κ' η δύστυχη μητέρα σου σαν ποιά να ήταν τάχα; ΙΩΝ Κάποια γυναίκα που ‘σφαλε κ' εγέννησεν εμένα. ΚΡΕΟΥΣΑ Έχεις τα μέσα για να ζης; τριμμένα έχεις ρούχα. ΙΩΝ Φορώ τα ρούχα του θεού, 'δω πέρα που δουλεύω. ΚΡΕΟΥΣΑ Και δεν εξέτασες ποτέ να μάθης τους γονειούς σου; ΙΩΝ Όχι• σημάδι γνωριμίας δεν μου τυχε κανένα. ΚΡΕΟΥΣΑ Αλλοίμονο!— Κι' άλλη γυναίκα έπαθε τα ίδια με τη μάννα σου.

Μόλις πάτησε πόδι στη χώρα εκείνη, κ' ίσια στο Σπιτάλι μαζί με το έχει του. — Να μείνουν αυτά εδώ, τους λέει τους ανθρώπους εκεί. Εμένα δε μου είνε και πολύ χρειαζούμενα. Ο πρώτος που αναλάβη κ' είνε έτοιμος να μισέψη, του τα χαρίζετε. Και γίνεται άφαντος ο Γέρο Ανέστης. Τραβάει κατά τη σκάλα, βρίσκει πέραμα, και σ' ένα μερόνυχτο μέσα τηράει τις ολόχαρες ακρογιαλιές του νησιού του.

Μα τώρα εμένα με μισεί, και πήγε και της Θέτης 370 το θέλημα τής τόκανε, π' ομπρός του, με το χέρι κρατώντας το πηγούνι του, τα γόνατα φιλώντας, του πρόσπεσε το γιόκα της ναν της καλοκαρδίσει. Μα ας είναι, θα ξανάρθει αβγή να πει καλή μου κόρη.

Παράνομοι, είπεν εμένα και του αδελφού μου, παίδευσις πολλά ελαφρή διά την παρανομίαν σας ήθελεν είσται ο πλέον σκληρότερος θάνατος· μα επειδή και είσθε εξωτικοί, και ανυπότακτοι εις τον θάνατον, θέλω σας φέρω εις μίαν κατάστασιν, που θέλει είναι εκατόν φορές σκληρότερη από τον θάνατον.

Ήτο το μικρότερο των παιδιών της . . Έμενα σιωπών. — Και ο άνδρας μου, είπεν, επέστρεψεν από την Ελβετίαν, και δεν έφερε τίποτε, και χωρίς την βοήθειαν καλών ανθρώπων θα εζητιάνευε από χωριό, σε χωριό έως εδώ· επήρε θέρμες στο δρόμο. — Δεν μπόρεσα να της ειπώ τίποτε, και εχάρισα κάτι στο μικρό, με παρεκάλεσε να δεχθώ μερικά μήλα, το έκαμα, και άφησα τον τόπον της λυπηράς αναμνήσεως. 21 Αυγούστου.

ΦΙΛΟΣ. Και εθυμώσατε διότι ένας άνθρωπος σας εκακολόγησε, ενώ γνωρίζετε πόσα μου ψάλλει εμένα η Κωμωδία εις τα Διονύσια και όμως την θεωρώ φίλην και ούτε εις το δικαστήριον την εκάλεσα, ούτε επήγα να της παραπονεθώ, αλλά την αφήνω να λέγη τα συνειθισμένα της και τα πρέποντα εις την εορτήν; Διότι γνωρίζω ότι από τα σκώμματα δεν δύναται να προέλθη τίποτε κακόν, αλλ' εξ εναντίας το καλόν, όπως ο χρυσός όταν τρίβεται και καθαρίζεται, γίνεται λαμπρότερος και περισσότερον φαίνεται η αξία του.

Ημείς έως που να γυρίση το μετζίλι ημπορούμεν να φύγωμεν, και να πάμε εις την Μποκάρα το γληγορώτερον, και εκεί θέλομεν κυβερνηθή με την προίκα μου και με τα διαμαντικά μου, που τα έχω μαζή με εμένα, και θέλομεν ζήσει ατάραχοι από τους εχθρούς.