United States or Tunisia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Να μας θεωρήσετε λοιπόν κ' εμένα και τους άλλους εδώ ωσάν ιδικούς σας προσκαλεσμένους και να μας περιποιηθητε διά να σας επαινέσωμεν και ημείς. Και ημείς μεν, εξηκολούθησεν ο Αριστόδημος, ηρχίσαμεν να τρώγωμεν, αλλ' ο Σωκράτης δεν ήρχετο. Ο Αγάθων πολλάκις ηθέλησε να στείλη να τον καλέσουν, αλλ' εγώ δεν τον άφινα.

Η Πηγή όμως δεν απεμακρύνθη, ο δε Μανώλης ενώπιον του αιφνιδίου κινδύνου έχασε πάσαν ανδρικήν αξιοπρέπειαν και συνεστάλη όπισθεν της κόρης, χαμηλώσας την κεφαλήν ως κορυδαλλός ο οποίος βλέπει πέτραν καταφερομένην εναντίον του. Τότε ο Στρατής υπερβάς τον φράκτην επήδησεν εις τον κήπον. Αλλ' η Πηγή έδραμε προς αυτόν αναφωνούσα: — Αδερφέ μου, αδερφέ μου, εμένα σκότωσε!

Εγώ μ' όλον που υπώπτευα ότι η Καλεκάρη θα είχε λάβει κάποιαν κλίσιν εις εμένα, να λάβω όμως την γραφήν ποτέ δεν ήλπιζα· χαιρόμενος το λοιπόν διά την καλήν μου τύχην, επήγα εις τον Οντάμπαση, και του εζήτησα θέλημα διά να πηγαίνω να ανταμώσω εκείνην την νύκτα ένα Δερβύση συντοπίτην μου, που είχεν έλθει από την Μέκκαν. Ο Οντάμπασης με επίστευσε και με άφησε.

Ποιος θα με βαστούσε εμένα, αν είμουνα Παναγιά; Και τι τάχα; Τέτοιες αρρώστιες θα γιάτρεβα μόνο; Θα γιάτρεβα, παιδιά μου, και τις αρρώστιες της ψυχής.

Ο Στάθης ήρχισεν άλλην ομιλίαν, ωμίλει διά τα καθέκαστα του γάμου, διά τους καλεσμένους, οι οποίοι ήσαν τόσον πολλοί, ώστε δεν θα τους εχώρει το σπίτι . . . Είνε τω όντι φαντασμένος αυτός ο γαμβρός. — Μην το λες, και κακιών' η αδερφή μας, είπε μειδιών ο Θανάσης. — Εμένα μ' έχεις αδερφό, είπεν ο Στάθης· τον Γρηγόρη δεν τον έχεις ακόμα τίποτε. Η Αφέντρα είχε χαμηλωμένα τα όμματα κ' εσιώπα.

Εγώ, δεν είτανε δα και πρώτη φορά που έμενα μοναχή μου. Μαγείρευα το φαεί, κ' έκλωθα, σαν καληώρα. Ότι βγήκε ο γέρος, κι αρχινάει το κακό. Μια πας στην άλλη αστραπές και βροντές. Έκανα το σταυρό μου και κάθουμουν έτσι κοντά στη φωτιά. Δεν πέρασε όση ώρα το λέγω, κι αρχινάει κ' η βροχή. Άρχισε δεν άρχισε η βροχή, και να σου χώνουνται μέσα στο καλύβι δυο Τουρκαλάδες!

Εις το αναμεταξύ που μου εδιηγείτο ο νέος την ιστορίαν του, εγώ τον εθεωρούσα με προσοχήν ώστε με εφάνη τόσον ωραίος, τόσον χαριτωμένος, που τον ηγάπησεν η ψυχή μου και μου εκίνησεν εις τοιούτον έρωτα, που ποτέ δεν εδοκίμασα παρόμοιον και μη ημπορώντας να υπομείνω από τον έρωτα, του εφανέρωσα την γνώμην μου, και του είπον ότι εις το εξής είσαι αυθέντης και εις εμένα και εις το καράβι μου και να έλθης μαζί μου εις την Βαβυλώνα, που διοικεί ένας ευσπλαγχνικώτατος Βασιλεύς, και θέλει σε τιμήσει κατά την αξίαν σου διά να αποφύγης τούτον τον φοβερόν τόπον.

Η τρίχες όσο βρέχουνται το σώμα του βαραίνει, Και ήταν κοντά να νεκροθή, που αυτά τα λόγια κρένει. 200 » Μ' αυτό σου, Φουσκομάγουλε, το κάμομα, μη ελπίσης » Τον καρδιογνώστην Ουρανό ποτέ σου ν' απατήσης. » Με πονηριά και με ψευτιά φιλία πρώτα δείχνεις, » Κιαπέ στα βάθη του νερού μ' οχτροπαθιά με ρίχνεις. » Δεν ήσουν άξιος να βαλθής μ' εμένα να μαλόσης, 205 » Σε πάλεμα, σε τρέξιμο, και σε γροθιαίς να σώσης. » Μον σαν ανάξιος και άναντρος, με δόλο και με πλάνο, » Να με φονέψης, μ' έσυρες στη λίμνην αποπάνω. » Ωστόσο βλέπει ο Ουρανός. το άδικο δε στρέγει· » Και ξεπλερόνει σε καιρόν εκείνον που του φταίγει. 210 » Δε μένεις ατιμώρητος· απαίδευτος δε μνήσκεις, » Και οχ τους αντρείους Ποντικούς ογλήγορα το βρίσκεις.

Ω ταλαίπωρε, του λέγει· εσύ ηξεύρεις πολλά καλά, ότι χωρίς εμένα δεν ήθελες είσαι τώρα εις τον κόσμον, και έχεις τόσην τόλμην διά να βιάσης την τιμήν μου; είσαι το λοιπόν πολλά αυθάδης εις το να μου μιλής με αυτόν τον τρόπον διά την κακήν σου επιθυμίαν.

Όταν καμμιά συμμαχία για την πόλι εσυμφωνείτο, έλεγαν πως αν δεν γίνη, συμφορά τρανή θα ήτο• κι' όταν εγινόταν πάλι, έπεφταν σε στενοχώρια καιαπελπισία μεγάλη• κι' απ' τους ρήτορας κανένας, ή για το 'να ή για τάλλο συμβουλή αν είχε δώση, πάθαινε κακό μεγάλο. Ανεμένα θα πεισθήτε, έχετε καιρό ακόμη και μπορείτε να σωθήτε.