Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 5 Σεπτεμβρίου 2025
Μα εκείνος, χωρίς να με κυττάξη καν, επροσπέρασε προς τους εγγλέζους. Νά! του κάμνω κ' εγώ με τα χέρια μου, και του γύρισα της πλάταις. Εθύμωσα, θεια- Κυρατσού. Ποιος είνε εκείνος που δεν θυμώνει; Τόση ακαταδεξία πλεια! Και ανασηκόνων τα καποτάκι του, εξηκολούθει: — Εγώ μιλώ με δικηγόρους και δικαστάδες, ως απάνω τρανούς. Εμένα, μου βάζουν μετάνοια οι δικηγόροι, και μετάνοια οι δικασταί.
Απάνω σε κείνη τη στιγμή, να κι ο θειος μου ο Νικολής στο κατώφλι, με βρεμένο σακκούλι στον ώμο του. Στάθηκε ξερός, σα νάβλεπε όνειρο. Σα γύρισα και τον είδα, έγεινα πάλι από άντρας γυναίκα, και με πήραν τα δάκρυα. Πήγε να τρελλαθή ο δόλιος, σαν του τα είπα. — Τι κάθεσαι τώρα, μου λέει. Να φύγουμε, ειδεμή χαθήκαμε. — Πού να φύγουμε; του κάνω. Πού ν' αφήσουμε το Γιωργάκη μου!
Η τελευταία της φράση έτρεμε· και τώρα το αποκέρωμα του προσώπου της ήτο τέλεια νέκρα. Μόνο στα μάτια της, θαρρούσες, έμενε ζωή ακόμη. Μια στιγμή νόμισα ότι θα πέση κη ίδια στηρίχτηκε στο δέντρο. Έπειτα είπε με φωνή που μόλις ακούστηκε: Εγώ θα πάω πάνω, στο κηπούλι μας. Εσύ να πάρης κάτω. Τράβηξα κάτω, χωρίς να πω τίποτε. Αλλά σαν πήγα κάμποσα βήματα, γύρισα και την κύταξα.
Σώνει να ξέρης πως σα γύρισα πίσω, και τόνοιωσαν πως είταν κληρονομιά μου, μούδωσαν ταμπελοχώραφό μας αυτό, να σωπάσω. Πήρα το χτήμα, και σύχασα. Ξεκίνησα μια μέρα και πήγα στου χωριού το Ξωκκλήσι, που είταν και κοιμητήριο, ίσως και βρω τα μνήματα που σκέπαζαν τους σκοτωμένους μου και τους πεθαμμένους. Είμουνα μόνος στο Κοιμητήριο. Μήτε πλάκα, μήτε σημάδι! Χόρτα κι αγριολούλουδα πέρα πέρα!
Μα ήξερα σε ποια γωνιά είταν οι τάφοι τους, και στάθηκα κει. Στάθηκα, και παρακαλούσα κανένα φάντασμα να κατέβη και να μου πη πως το ξέρουν πως γύρισα, πως είμουν κοντά τους, πως ήθελα να είμαι ακόμα κοντήτερα, ακόμα βαθύτερα. Τι να ζω, τι να περιμένω πια τώρα! Την ανεμοσκόρπισα τη ζωή μου!
Στη μεγάλη στράτα οι διαβάτες ήσαν εύθυμοι, ζωηροί, άλλοι γελούσαν, άλλοι καμάρωναν, άλλοι μιλούσαν δυνατά, με χειρονομίες και σχήματα. Οι πυκνές δενδροστοιχίες άπλωναν την παχειά τους σκιά στο δρόμο. Ο κάμπος ήτανε ολόγυρα γεμάτος από ανεμώνες. Γύρισα και ρώτησα πάλι τον παραλυτικό: — Γιατί το δρομαλάκι αυτό είναι έρημο και γιατί κανένας δεν πηγαίνει από κει;
Παρά τέτοια ντροπή, να γυρίσω και να με περιγελάη το χωριό, κάλλιο ναύτης αγνώριστος, ώσπου να με βοηθήση ο Θεός να γείνω και γω κάτι. Με βοήθησε ο Θεός. Γύρισα στον τόπο μου μερικά χρόνια κατόπι καπετάνιος, και με πάντρεψε η γριά μου. Είτανε μαζί μου κι ο Μοσκοννησιώτης ο καραβοκύρης, κι αυτός είταν που με βάφτισε Πολίτη , ο κανάγιας».
Το μικρό το παραμυθάκι — Ο Μάγος — ταφιέρωσα τότες στον Τρικούπη, κι αφτό λέει τακόλουθο γραμματάκι μου στο Δροσίνη. Ελπίζω καμιά μέρα να πω περισσότερα για τον Τρικούπη απ' όσα προφταίνω να πω εδώ, που δεν είναι κι ο τόπος. Όταν του αφιέρωσα το Μάγο, δεν τον είχα δει ακόμα. Τον είδα, σα γύρισα στην Αθήνα, στα 1893.
Γύρισα με ταδειανά τα χέρια. Με περίμενε στην πόρτα. «Τι θα φάμε, γυναίκα;» της λέω. Γλυφότανε. Πάντα κάτι κρυφότρωγε προσμένοντάς με. Λιχούδα γυναίκα, βλέπεις. Μ' αγριοκύτταξε. «Τι έφερες να φάμε;» μου κάνει. Ντροπιάστηκα κ' εγώ. «Δεν πειράζει, γυναίκα. Δόξα σοι ο Θεός», της είπα. «Αυτά ξέρεις του λόγου σου, μου λέει Μα εγώ δουλεύω, δεν κάθομαι σαν κ' εσένα, θέλω να φάω.
Με θρήνους το κατάστενο διαβαίναμε οι θλιμμένοι• εδώθ' η Σκύλλα, και άντικρυς η Χάρυβδις η θεία 235 είχε τα πικρά κύματα φρικτά ξαναρουφήσει• και ότε τα εξέρνα, ως με πολλήν φωτιά βράζει κακκάβι, γουργούριζ' όλη ανάκατη, κ' η άχνη της πετιόνταν ανάερα 'ς ταις κορυφαίς του ενός και του άλλου βράχου. και ότε τα πικρά κύματα ξαναρουφούσε, πάλιν 240 ανάκατη όλη εφαίνονταν 'ς τα βάθη, κ' εβροντούσε ο βράχος όλος φοβερά, και η γη κάτω εφαινόνταν μαύρη 'ς τον άμμο• κ' έπαιρνεν αυτούς αχνή τρομάρα. κ' ενώ κυττάζαμεν αυτήν με φόβο του θανάτου, μ' άρπαξ' η Σκύλλ' απ' το βαθύ καράβι έξι συντρόφους, 245 οπού 'ς την δύναμι πολύ και 'ς τ' άρματα επρωτεύαν. και όπως το πλοίο γύρισα να ιδώ και τους συντρόφους, επάνω μ' ήδη νόησα τα πόδια και τα χέρια εκείνων, απ' ανάερα σηκόνονταν, κ' εμένα καλούσαν, ύστερη φορά, κατ' όνομα οι θλιμμένοι. 250 και απ' άκρη βράχου ως ο ψαράς μ' ένα μακρύ καλάμι, 'ς τα μικρά ψάρια δόλωμα προσφέροντας, βυθίζει το ταύρινο το κέρατο, και άμα το ψάρι πιάση ευθύς το ρίχν' εις την ξηρά, κ' εκείνο λακταρίζει• όμοι και αυτοί λαχτάριζαν 'ς τα βράχη αναιβασμένοι, 255 κ' εκεί, 'που αυτή τους έτρωγε 'ς την θύραν, εφωνάζαν, προς με τα χέρια απλώνοντας, 'ς του χάρου την οδύνη. άλλο, 'σαν κείνο, ελεεινό τα μάτια μου δεν είδαν, 'ς όσά 'παθα της θάλασσας τους δρόμους ερευνώντας.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν