Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 5 Μαΐου 2025
Μιλούσαν κ' οι τρεις τους σα ν' αρραβωνιάστηκε η Ελένη... Όλα τα καλά της ιστορήθηκαν, όλες οι μορφιές της, ως και τα παλιά της τα πάθια. Δεν μπορούσα πια να βαστάξω. Σηκώθηκα και βγήκα στην αυλή. Άνοιξα τη θύρα, πήρα τα μάτια μου, κ' έφυγα. Πού πήγαινα δεν ήξερα. Μ' έβγαλε ο δρόμος στον Ανεμόμυλο. Ανέβηκα το βουναράκι.
Πρίσκιλλα, 'γώ θα βαστάξω το κουτί κλειστό, κάνοντας ότι θέλω να τ' ανοίξω και συ μαζύ μου θα παλεύης δήθε για να μ' εμποδίσης. Λοιπόν καταλαβαίνετε τι θέλω; Η ΣΚΛΑΒΕΣ. Ναι! ΕΥΝΙΚΗ. Σαν μπήξω μια στριγγί, σεις από μέσα, ξεφωνίζετε και φεύγετε. . . Συ θα μ' ακολουθήσης. Πάμε! 1η ΣΚΛΑΒΑ. Όλο και τέτοιες ιστορίες του σκαρώνει. . . 2η ΣΚΛΑΒΑ. Ποιος ξέρει τι να του ζητήση Μελετάει η κυρία. . .
Πες τα ανόητα όσο θέλεις· σε κυνηγούν όπου πας, σε παραζαλίζουνε, σου βάζουν άνω κάτω το κεφάλι και γίνεται τότες το κακό. Νομίζεις πως κάτι θα τύχη, και τυχαίνει, γιατί το νομίζεις. Τρεις ήμισυ. Χτύπα, χτύπα, καρδιά μου, και σπάσε σαν το ρολόγι. Έπρεπε νάχω τίποτις απάνω μου, κανένα φυλαχτό, ό τι κι αν είναι. Τόχεις και σου δίνει θάρρος και σε προφυλάγει. Να το πιάσω, να το βαστάξω, να μη φύγη.
Η κρίση, που ξύπνησε αμέσως τότε όταν είτανε γι' αυτή, κοιμάται τώρα που είναι για με το ζήτημα, θέλω να πολεμήσω με το θάνατο για να βαστάξω την ευτυχία της και τη δική μου, έτσι όπως ανθούσε μια φορά, όχι τότε που μας χαμογελούσε η ζωή, μα τουλάχιστο τότε που δοκιμάσαμε την τιμωρία της κι ωστόσο νομίζαμε πως μπορούσε να μας χαμογελάση. Ήθελα να κάμω το καθετί για να την ξανακερδίσω.
Μην είσαι λαίμαργη! Να έφτασε ο παπάς να μας βλογήση το τραπέζι. Γιατί, ψυχούλα μ', να φας αβλόγητο φαγί, αφού μπορείς να καρτερέσης λίγο ακόμα, και να το φας βλογημένο! — Δεν μπορώ, βάβω μ', να βαστάξω πλειότερο! — Περίμενε και λίγο ακόμα! Σαράντα μέρες βάσταξες και μια στιγμή δε βαστάς; Ο παπάς σε λίγο θα είναι εδώ!
Πού να τον 'πω τον πόνο μου, πού να τον απορρίξω; Να τον ειπώ 'ςτά τρίστρατα, τον παίρνουν οι διαβάταις, Να τον αφήσω 'στά κλαριά, τον παίρνουν τ' αγριοπούλια!... Κι' αν κλάψω, τα φαρμακερά τα δάκρυα πού να πέσουν; Αν πέσουνε, 'ςτή μαύρη γη, χορτάρι δε φυτρώνει, Αν πέσουνε 'ςτόν ποταμό, ο ποταμός θα στύψη, Αν πέσουνε 'ςτή θάλασσα, πνίγονται τα καράβια, Κι' αν τα βαστάξω 'ςτήν καρδιά, με καίν', με φαρμακώνουν Αναθεμά σε, ξενητειά, με τα φαρμάκια πώχεις!
Μπήκαν οι άλλοι να τους χωρίσουν, αλλά κι' αυτοί χωρίσθηκαν σε δυο: άλλοι με τον έναν κι άλλοι με τον άλλον. Εκείνος οπού είχε βρη την σακκούλα επέμενε να βαστάη τα μισά, λέγοντας: Δικαιούμαι να βαστάξω τα μισά, διότι αν δεν το φανέρονα, ότι ηύρα την σακκούλα, μπορούσα να τα φάω όλα τα χρήματα, που είχε μέσα.
Και τι σ' έκαμε, παιδί μου, να διαλέξης του μακαρίτη του παπά Χαραλάμπη το γιο; Αρετ. Και γιατί, μαννούλα μου, να σου το βαστάξω κρυφό, που δε φταίγω. Ο ίδιος ήρθε δεύτερη φορά απόψε στο περιβόλι και μου το είπε πως μ' αγαπά. Και του απολογήθηκα πως νάρθη να σε βρη, γιατί εγώ προξενήτρα δική μου δε γίνουμαι· και τούκλεισα το παράθυρο — Ξεθαρρεσιά του κι αδιαντροπιά του!
Είχε αποφασίσει να ξενιτεφτή. «Ξέρω, της έγραφε, πως τον αγαπάς· κάθε μέρα το λέει ο κόσμος και τακούω. Να ζήσης, να ζήσης χρόνια μαζί του· να χαρής τα λαμπρά σου τα νιάτα. Είναι καλός, είναι γενναίος, και τον αγαπώ, που σε διάλεξε εσένα, που θα φροντίση πάντα για σένα, που θα είναι πάντα με σένα. Εγώ φέβγω, φέβγω μακριά. Τι σε πειράζει τώρα να στο πω; Δεν μπορώ πια κρυφό να το βαστάξω.
«Ωιμέ, μη κάποιος των θεών πάλι μου υφαίνη απάτη, 'που απ' την πλωτή να καταιβώ με συμβουλεύει τώρα• αλλά δεν θα υπακούσω εγώ, γιατ' είδαν οι οφθαλμοί μου μακρυά την γην, όπ' έλεγε πως θα 'χω καταφύγι. μόν' άλλο, 'που καλήτερο μου φαίνεται, θα πράξω• 360 όσο τα ξύλα της πλωτής σταθούν συναρμοσμένα, αυτού θα μείνω, και ανδρικά τα πάθη θα βαστάξω• και όταν διαλύση την πλωτή το σείσμα των κυμάτων, θα πλέξω τότε, ότι άλλο τι ναύρη δεν φθάνει ο νους μου».
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν