United States or Heard Island and McDonald Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Μαρία Μύρτου είναι μία γυναίκα ανάμεσα στα γυναικάρια που την τοποθετάτε· εκεί που η γυναίκα είναι κούκλα, εκεί που είναι σκλάβα, εκεί που η κουκλοσύνη και η σκλαβιά γεννάνε κάθε είδους αθλιότητες και αχρειότητες με το τριπλό το σύνθημα της αχειράφετης γυναίκας: πώς να αρέσω, πώς να ψαρέψω, πώς να γελάσω!

Εις αυτά τα λόγια, που η Ρεστίνα τα ήκουσε με ανυπομονησίαν, αντίκοψε τον Καπετάνιον· τι μου μιλείς εσύ; ήθελα να ηξεύρω, εφώναξεν αυτή· εγώ δεν εστάθηκα ποτέ σκλάβα, είμαι ελεύθερη, και δεν είνε κανείς που να έχη εξουσίαν διά να με πουλήση.

Τέλος πάντων ο βασιλεύς όντας γεμάτος από έρωτα δι' εμένα, έκαμεν ευθύς και εμέτρησαν του πραγματευτού όσα αργύρια και αν εζήτησε, και έπειτα τον απέστειλε μαζί με τες άλλες του σκλάβες. Έκραξεν ευθύς ο βασιλεύς τον αρχιευνούχον του και του είπεν· έπαρε τούτην την σκλάβα, και βάλε την μοναχήν εις τον πλέον πλουσιώτερον χοντζερέ, και πρόσεχέ την ωσάν βασίλισσαν.

Δεν απέρασε πολύ ώρα ύστερον από αυτό, και ιδού έρχεται και ο Κατής, και κτυπά την πόρταν· η σκλάβα έτρεξεν ευθύς και του άνοιξε, και ερμηνεύοντάς τον και αυτόν να φερθή με σιωπήν, τον έφερεν εις τον Χοντζερέν της Αροούγιας· τον οποίον τον εδέχθη με τον ίδιον τρόπον, που εδέχθη και τον Χόντζα.

Η οικογένεια του είνε ο τύπος της παλαιάς οικογενείας, με όλα της τα ψεύδη και με όλας της τας προλήψεις. Η μητέρα του είνε η σκλάβα του πατέρα του, και τα παιδιά ανατρέφονται μέσα εις το σκότος αυτής της δουλείας.

Και σα σε βλέπουν που περνάς αχνή και δακρυσμένη, 'Νά το' θα λεν 'του Έχτορα το τέρι που των Τρώων 460 είταν το πρώτο αφτός σπαθί στης Τροίας τους πολέμους'. Έτσι ίσως πουν· κι' ο πόνος σου θα ξανανοίγει πάντα σα βλέπεις πως απ' τη σκλαβιά να βγεις δεν έχει ολπίδα. Μα θέλω να με φάει η γης, η μάβρη πλάκα θέλω, πριν να βογγάς να κλαις σε δω, και σκλάβα να σε σέρνουν465

Και εις ετούτα τα λόγια αυτή έκραξε μίαν από τες γυναίκες που ήτον εκεί κοντά κρυμμένη οπίσω εις ένα κυπαρίσσι, η οποία ερχομένη εκατάλαβα από την φωνήν της, ότι εκείνη ήτον η σκλάβα, που ενόμιζα διά βασιλοπούλαν Τζελίκαν.

Μα και τώρα έχουμε φροντίσει εμείς για κείνη να μη την πάνε σκλάβα στη Μέθυμνα, μήτε να γίνη μερτικό από τα πλιάτσικα των εχτρών. Και τον Πάνα εκείνο, που είναι στημένος κάτω από το πεύκο και που εσείς μήτε με άνθη τον ετιμήσατε, τον παρακαλέσαμε να βοηθήση τη Χλόη, επειδή είναι συνηθισμένος με τους στρατούς περισσότερο από εμάς κ' έχει κάνει πολλούς ίσαμε τώρα πολέμους, αφίνοντας τις εξοχές.

Τότε μία σκλάβα γραία έρχεται και μας δίνει την είδησιν πως ήτον κοντά να γένη ημέρα, και η Τζελίκα εν τω άμα εσηκώθηκε με όλες τες άλλες και ανεχώρησε, και εμένα μ' επήρεν εκείνη η γραία σκλάβα και με έβγαλεν από μίαν πορτοπούλαν, και ευρέθηκα εις την στράταν έξω από το βασιλικόν παλάτι.

Είπα ότι είναι ο κηπουρός μας. ― Μου επρόσφερες την συνδρομήν σου, εξηκολούθησα, και έρχομαι να την ζητήσω. ― Τι θέλεις ; Σε είδε κανείς; Σε κυνηγούν Τούρκοι; ― Όχι, αλλά κατοικούν τον Πύργον μας Τούρκοι, και είναι σκλάβα εκεί Χριστιανή, της οποίας ο πατήρ ήτο πατρικός μου φίλος. Η κόρη με είδε, με ανεγνώρισε, μ' επεκαλέσθη και πρέπει να την σώσωμεν.