Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Ιουνίου 2025
Ήτον καλύτερα, παιδί μου, να μην την ιδής, μου απεκρίθη ο γέρων, μα σαν η επιθυμία σου είνε τέτοια, ογλήγορα θέλεις την ιδεί να έλθη εδώ. Και ακόμη δεν είχαμεν καλά τελειωμένα αυτά τα λόγια, ιδού και έρχεται μία σκλάβα μπουλωμένη προς ημάς και μου λέγει· ύπαγε ευθύς να μάσης λουλούδια και άνθη να τα προσφέρης της βασιλοπούλας, που ευρίσκεται εδώ εις το περιβόλι.
Πήρα τα βουνά σαν τρελλός. Σημάδια στενοχώριας τώρα στην όψη της Φωτεινής, και πρι να πάη ομπρός ο Προεστός καμώθηκε πως κάτι ήθελε να φροντίση, και σηκώθηκε και βγήκε από την κάμαρα. — Καλά έκαμε και βγήκε, κάνει τότες ο Προεστός. Δεν της έρχεται να τακούγη, δε μούρχεται και μένα να τα δηγούμαι μπροστά της. Την πήρανε σκλάβα με τον Κωστάκη στο Διβάκι.
Δάκρυα πικρά, οπού κ' εγώ 'ς την ξενητειά μου τάχω Για μόνη μου παρηγοριά όσαις φοραίς θυμούμαι Τη σκλάβα την πατρίδα μου! Πόσαις φοραίς κοιμούμαι Κ' εγώ με τέτοια δάκρυα 'ς τα 'μάτια μου πηγμένα! Δάκρυα, οπού καθένας μας χύνει μακρυά 'ς τα ξένα! Ξανασηκώθηκε ορθός. Το 'μάτι του απ' το δάκρυ Λουσμένο, λάμπει γαλανό 'σάν ουρανός τ' Απρίλη Ύστερ' από βαρειά βροχή.
Γιατί ο φονηάς του Μόρχολτ θέλησε να με κατακτήση; Α! δίχως άλλο, — όπως ο Μόρχολτ ήθελε τότε να πάρη στο καράβι του τα τρυφερά κορίτσια της Κορνουάλλης, έτσι και συ τώρα με τη σειρά σου, για ωραία εκδίκησι καυχήθηκεςν να πάρης σκλάβα σου εκείνη που ο Μόρχολτ περισσότερο απ' όλες αγαπούσε... — Όχι, κόρη Βασιληά, είπεν ο Τριστάνος.
Όταν εγύρισα από το ταξείδι μου, ερεύνησα και ερώτησα τον υιόν μου, και διά την μητέρα του την σκλάβαν μου πού είναι. Μου απεκρίθη η γυναίκα μου, ότι η μεν σκλάβα απέθανεν, ο δε υιός σου έχει δύο ή τρείς σχεδόν μήνες, που εχάθη από το σπίτι χωρίς να ηξεύρη ούτε αυτή τι έγιναν.
— Όχι και πολύ· στην εποχή που το μετόχι μας έφτανε κάτου στη Μεσοποταμία. Έπειτα ήρθαν οι Τσιμισκήδες, οι Κομνηνοί, οι Φωκάδες, οι Βουλγαροχτόνοι. Να εδώ· βλέπεις; — Ναι· τι μεγάλο ποτάμι! και μέσ' στα κύματά του κυλάει κεφάλια. Τι άσκημα κεφάλια που είνε! — Είνε Βουλγάρικα. Τάκοψε ο Βασίλειος κι από τότε η γενιά του Θεομίσητου δούλευε σκλάβα στη δική μας. — Τι αθάνατοι! εψιθύρισε ο Δημητράκης.
Δεν έλειπε πλέον άλλος παρά ο Βεζύρης, ο οποίος ερχόμενος και αυτός προς τα μεσάνυκτα τον έμβασεν η σκλάβα και αυτόν ωσάν τους άλλους δύο· και η Αροούγια τον εδέχθη με τον ίδιον τρόπον, και ακόμη με περισσότερην τιμήν από τους άλλους, ωσάν υποκείμενον πλέον μεγαλύτερον.
Βάλε μένα κάτω, και τρέχα συ με τη μάννα, και μη φοβάσαι. Πρώτη φορά δεν είναι που εγώ βρέθηκα μες στα νύχια τους. Βάλε με κάτω, σου λέω· ακούς; μ' αφίνεις κάτω, ή σου σφίγγω το λαιμό και σε πνίγω. — Πνίξε με, να γλυτώσης· μουρμουρίζ' η Μαριώ. — Τρέχα λοιπόν, ίσια στη θάλασσα. Βάρκα δεν έμεινε, έφυγαν όλες και πάνε. Ίσια στο γιαλό, και μας πιάσανε. Σκλάβα θα σε πάρουν, καημένη, κι αλλοίμονό σου!
Οι Μώροι με έφεραν υποκάτω εις μίαν μεγάλην τένταν, εις την οποίαν ελόγιαζα να γένω θυσία· μα μία Μώρα γυναίκα, που εφανερώθη έμπροσθέν μου, εδιάλυσε αυτόν τον φόβον· μη φοβάσαι, ω νέε, μου λέγει αυτή· εσύ δεν συναπαντάς την τύχην των συντρόφων σου· η βασιλοπούλα Ουσνάρα, κυρία μου, σου φυλάττει μίαν καλυτέραν· εγώ δεν σου μιλώ τίποτε, διατί αυτή η ίδια θέλει σου φανερώσει την καλήν σου τύχην· εγώ είμαι η πιστή της σκλάβα, και έχω θέλημα, να σε εμβάσω εις τον οντά της, εκεί που αυτή με μεγάλην ανυπομονησίαν σε καρτερεί.
Το τρίτον, ήσαν διάφορα είδη αρωματικά ευωδέστατα και πολύτιμα· και τελευταίον ήτο μία σκλάβα κορασίδα, της οποίας η ωραιότης και τα κάλλη ήσαν ασύγκριτα και υπερθαύμαστα, και τα φορέματα ήσαν όλα πεποικιλμένα με πολύτιμα πετράδια και μαργαρίτας.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν