Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 21 Ιουνίου 2025
Τα λειανόπαιδα όμως του χωριού, όταν η κάκω η Μήτραινα τραβούσε με την ρόκκα στο ζωνάρι προς τ' αγνάντια, για ν' αγναντέψη τάχα τον γυιόκα της, που έρχονταν από τα ξένα, την έπαιρναν από το κοντό, κι' όταν άρχιζε να μοναχοκουβεντιάζη της έλεγαν με παιδιακίσια κακία: Όταν ασπρίση ο κόρακας και γένη περιστέρι Τότε κι' ο Γιάννης σου θ' αρθή, μ' ένα ραβδί στο χέρι. Χα χα χα χα χα χα χ α χ α χ α α ά!
&Ιστορία της κυρίας, που ευρέθη εις ένα σακκί.& Ακούοντας το λοιπόν έτσι, εσηκώθηκα ευθύς, και έτρεξα προς εκείνο το μέρος, που ακούονταν οι φωνές· και αγνάντια βλέπω άνθρωπον, που έκανεν ένα λάκκον. Εγώ βλέποντας έτσι εκρύφθηκα οπίσω εις ένα δένδρον διά να ιδώ το αποβησόμενον. Εκείνος αφού έκαμε τον λάκκον είδα που έβαλε μέσα ένα μέγα σακκί, και σκεπάζοντάς το με το χώμα έφυγεν.
Μια 'μέρα αγνάντια 'ς το νησί ακούστηκαν τουφέκια, Φωναίς πολλαίς, αλαλαγμός, σάλπιγκες, τουμπελέκια· Εσκότωσαν το γέρω Αλή. Πήραν το κάστρο απάνου. Πήρανε και τα Γιάννινα τ' ασκέρια του Σουλτάνου.
Ώρα την ώρα την πήρε ο ύπνος και αηδονάκια νανουρίζανε τον ύπνο της κι' ο γεροπλάτανος μουρμούριζε στους διαβάτες μη λάχη και την ξυπνήσουν. Ο κυνηγός, με το τουφέκι στον ώμο, στάθηκε αγνάντια και την κύτταζε. Του φάνηκε σα μεσημερνή νεράιδα πούκανε την κοιμισμένη, καρτερώντας να του πάρη τη μιλιά. Κ' έμεινε βουβός ώρα πολλή κυττάζοντάς την. Μα και νάθελε να μιλήση δεν μπορούσε.
Επρόβαλε με τη μακριά του σκούπα στα χέρια, αγνάντια στης Επιστασίας την ολάνοιχτην πόρτα. Ακούμπησε τα χέρια λερά και ξεμανίκωτα στο μακρύ του σκουπόξυλο, να ξεκουραστή. Εσήκωσε τα μάτια κατά τα παραθύρια του Ένα απάνω. Εχαμογέλασε πονηρά ο Γέρο-Ντούντουνας κ' εχαμήλωσε τη λοξή τη ματιά του κάτω στα πεζούλια.
— Α! διαβουλουκούλουκα! εμούγκριξε ο λοχίας λυσσασμένος τόρα, παίζοντας μανιακός το φοβερό λεπίδι στον αέρα ξεμανίκωτο. Και ολοένα αγριεμένος περισσότερο, ξανάειπε, δείχνοντας με το δάχτυλο το δωμάτιο αγνάντια στο σωρό που βρέθη το μαχαίρι· — Μέσα του Τρίου ! Μέσα την Παναγιά σας!..
Και από Μπομπόλων καύκαλα στολίζουν τα κεφάλια Δεμένα οχ το πηγούνι τους για πλιότερην ασφάλια. 350 Από τα βούρλα τα στεγνά, αυτά τα παλληκάρια, Βεργιά μακριά και σουβλερά δανείζουνται κοντάρια, Και σαν απαρματόθηκαν σιμαζωχτοί πηγαίνουν· Της όχταις πιάνουν της ψηλαίς· το μάλωμ' αναμένουν. Καλνάν αγνάντια τον οχτρό με θυμομένο μάτι· 355 Σιούν τα κοντάρια φοβεροί, και από καρδιά γιομάτοι.
Των άλλω δωματίων οι κατάδικοι, λαφιασμένοι από του Βλαχογιώργου την απάντεχη ανακάλυψη, προφωνημένοι και αφτοί στη φοβερή απόφαση, άγριοι και αλλαξοπρόσωποι και τρομεροί, έκοψαν τον περίπατο. Εστάθηκαν ξέμακρα από το Τρία , στην πόρτα του αγνάντια απλωμένοι, κ' επρόσμεναν το φοβερό το σύνθημα.
Και τη στιγμή σα διάβαινε τη χώρα και θωρούσε το Ζερβοπόρτι, όθε είτανε όξω να βγει στον κάμπο, να τη απ' αγνάντια πρόβαλε τρεχάτη η Αντρομάχη, τ' Αητιού του λιονταρόκαρδου η μυριοπλούσια κόρη, 395 τ' Αητιού που βασιλιά άλλοτες τον είχαν οι Κιλίκοι πέρα στη Θήβα, στα ριζά της δασωμένης Πλάκος· να τίνος ρήγα ο Έχτορας την κόρη είχε γυναίκα.
Οι κατάδικοι του Τρία λυσσασμένοι, μανιακοί, σωστοί δαιμόνοι κολασμένοι του πήδησαν του Βλαχογιώργου πίσωθε, παίζοντας τα λεπίδια στον αέρα ξεμανίκωτα. Οι φαντάροι με τις λόχες, τους μπήκαν μπροστά, να κόψουνε το φοβερόν το δρόμο τους. Λαχανιασμένος, ξέψυχος, με την πνοή στα χείλη ο Βλαχογιώργος, στα πόδια τόβαλε. Σαστισμένος φέβγοντας αγνάντια έπεσε πάνω στους κατάδικους των άλλω δωματίων.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν