Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025


Τα γλυκά της τα μάτια φεγγοβολούσανε σιμά μου σα μ' έτρωγαν τα βάσανα του Σκολειού, μεγαλήτερα βάσανα τώρα. Πήγαινα να ποτίσω το περιβόλι το βράδυ, και σα Νεράιδα την έβλεπα κ' έτρεχε ανάμεσα στα λουλούδια. Να παίξω πήγαινα με παιδιά, και παραφύλαγε να με τραβήξη, να με πάρη μαζί της. Κοιμούμουν, και στον ύπνο μου ήρχουνταν. Ξυπνούσα, και πάλι σιμά μου την ένοιωθα.

Ώρα την ώρα την πήρε ο ύπνος και αηδονάκια νανουρίζανε τον ύπνο της κι' ο γεροπλάτανος μουρμούριζε στους διαβάτες μη λάχη και την ξυπνήσουν. Ο κυνηγός, με το τουφέκι στον ώμο, στάθηκε αγνάντια και την κύτταζε. Του φάνηκε σα μεσημερνή νεράιδα πούκανε την κοιμισμένη, καρτερώντας να του πάρη τη μιλιά. Κ' έμεινε βουβός ώρα πολλή κυττάζοντάς την. Μα και νάθελε να μιλήση δεν μπορούσε.

Δική της ήτον η φωνή που άκουσε η Λιόλια μες τον ύπνο της ή της Βεργινίας πούχε κατεβή από το κρεββάτι της κ' είχε ανοίξει σιγαλά την ακκουμπησμένη πόρτα ; Παναγία μου!

Είπα κ’ εγώ ! «στον ύπνο μου τον ακούγω αυτόν το σαματά ή μην κ’ έπαθε τίποτα η ΒεργινίαΜου φάνηκε σα νάκουσα κάτι φωνές, κάτι σαν κλάματα, μα έλεγα πάλι με το νου μου: «Αχ, είν’ η καρδιά σου που τα μελετάει τα τι πέρασες, τι πίκρες και τι καημούς, και σε ξεγελάει τάχα πως τακούς. . .» Σα μου χτύπησε σταυτί η φωνή τον γιατρού-και ποιος δεν την έχει μες την ψυχή του τη φωνή του γιατρού, του ευεργέτη τώ φτωχώνε !-μονομιάς πετάχτηκ’ απάνου.

Τότε με μιας η κάμαρα σκοτείνιασε και πάλι· κ έκραξε αυτός τους δούλους του, που ύπνο βαρύ εκοιμώνταν «Φέρετε φως, ανάψτε φως από τη σκάρα αμέσως »και σύρετε τα δυνατά τα μάνταλα απ' τις θύρες». «Εκείνος κράζει· ατρόμητοι δούλοι του σηκωθήτε». Είπεν αυτή που στις σκληρές μυλόπετρες κοιμώταν. Κ' ήρθαν οι δούλοι βιαστικά και μ' αναμμένους λύχνους, κ' εγέμισεν η κάμαρα.

Ετάραξα το δόλωμα και κάποιο τρυφερούδι γλυκάθηκε κ' ετσίμπησε και πιάστηκε σ' ταγκίστριΌποιος πεινά στον ύπνο του πάντα καρβέλια βλέπει κ' εγ' όλο βλέπω ψαρικές και σ' τώνειρό μου ακόμα, — λοιπόν το ψάρι επιάστηκε και 'μάτωσε ταγκίστρι, κ' εγώ σφιχτά στα χέρια μου κρατούσα το καλάμι, γιατί το ψάρι εσπάραζε και το καλάμι ελύγα.

Ήτον καλοκαίρι, θερτής μήνας, που 'νε μια χαρά να κοιμάται κανένας όξω. Αλλά πού να βρω ύπνο 'γω. Όχι γιατ' είχα κοντά μου προσάναμμα. Ο Θεός μάρτυράς μου. Η δασκάλα κοιμώνταν πολύ μακριά, στην άκρη άκρη, πίσω από το νιο τ' αντρόγυνο. Αλλά γιατ' όταν έτσι τυχαίνει να ξενυχτίζω στην οξοχή, η όψη, η θέα της ξυπνάει κάποιο αίσθημα κρυφό κι άγνωρο μέσα μου, που δε μπορώ να το λαρώσω.

Κ' ύστερα αφού είπανε παραμύθια κ' ετραγούδησαν, επήγανε για ύπνο, η Χλόη με τη μητέρα της κι ο Δρύαντας με το Δάφνη. Κ' η Χλόη τίποτε άλλο δε συλλογιζότανε παρά ότι την άλλη μέρα θα ιδή το Δάφνη.

Και αν ερχότανε κ' εύρισκε την πόρτα σφαλιστή και το λυχνάρι σβυσμένο και την καλή του παραδομένη στον ύπνο κ' έστεκε κουρασμένος στην οξώπορτα, χτυπώντας σαν τον ξένο και τον έρημο, τι θάλεγε από μέσα του; «Εμένα με φάγανε οι δρόμοι και τα κύματα, εγώ μήνες και χρόνια ταξιδεύω κ' έρχομαι και μια ψυχή δε βρίσκεται να με προσμένη». Θα βαρηγκομούσε ο ταξιδιάρης και θάπαιρνε ξανά το δρόμο και θα τραβούσε κατά τα μάτια του.

Και το ταχύ, μόλις ετσάκισαν τα εφτά μεσάνυχτα κ' έσκασε μες τ' ανατολικά κορφοβούνια το λαμπρότατο αστέρι, ο Γελαντζής, ξάφνου μαζί κ' η πέντε καμπάνες των αψηλών μας καμπαναριών ανατάραξαν το χωριό, σκόρπισαν από τα ματόφυλλα των χωριανών τον γλυκόν αυγερινό ύπνο, σαν ανεμοζάλη ωργισμένη που σηκώνετ' άξαφνα και σκορπάει την πάχνη και την καταχνιά που πλακώνουν τη πλάση.

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν