Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025


Μια κι ανέβη το βράχο, καλημερίζει το παιδί και του λέει: «Άξιο μου παληκάρι· αλήθεια αξίζει η γλυκειά σου φλογέρα να ξυπνάη από βαθύν ύπνο τις Νεράιδες της λίμνας μου. Κι αλήθεια αξίζει να συντροφέβη της γλυκειάς μου Χανούμ το τραγούδι στην οχθιά. Κι αξίζει να συντροφέβη τάπειρά μου κοπάδια στις βοσκές.

ΠΡΩΤΟΣ ΔΙΔΑΚΤΩΡ Αν επιτρέπη ο πρόεδρος και οι σοφοί διδάκτορες και όλοι οι παριστάμενοι, στον ικανώτατο υποψήφιο που σέβομαι και εκτιμώ θα υποβάλω μιαν ερώτησι: Ποια η αιτία κ' η αφορμή που ύπνο φέρνει τ' όπιον.

ΜΕΝΑΛΚΑΣ Η Αίτνα είν' η μητέρα μου, κ' εγώ για κατοικιά μου έχω μιαν ώμορφη σπηληά μέσα σε κούφιο βράχο· κ' έχω κι όσα στον ύπνο του βλέπει κανείς μονάχα, κ' έχω πολλά τα πρόβατα κ' έχω πολλές τις γίδες κ' έχω προβειές προσκέφαλο κ' έχω προβειές στα πόδια, μελένιες γαλατόπιττες σε ξύλα απάνω ψήνω και καίω στη βαρυχειμωνιά οξυάς ξερά κλωνάρια· και τόσο λογαριάζω εγώ τον άγριο το χειμώνα, όσο ο φαφούτης, τρώγοντας χυλό, ζητά καρύδια.

Πιο γνωστικό κι από πολλούς φίλους το κύμα, απάνω στη μεγαλήτερη την καλοτυχιά της πονοδαρμένης εκείνης ψυχής, τηνε νανούρισε με το μουρμουρητό του και την έστειλε μια και καλή στον αιώνιο τον ύπνο.

Τέτοια ιδόντας κι ακούσαντας ο Δάφνης, αφού πετάχτηκε από τον ύπνο, γεμάτος δάκρυα από χαρά και λύπη και τ' αγάλματα των Νυμφών επροσκυνούσε κ' έταξε ότι, άμα σωθή η Χλόη, θα τους κάμη θυσία το πιο καλό τραγί.

Γ’ ΜΑΓΙΣΣΑ Είν' ώρα, είναι ώρα, κράζει η Άρπυια! Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ Ελάτε· — 'ς το κακκάβι ολοτρίγυρα, και μέσα τα φαρμάκια και τα μαγικά: Κούβακας·πέτρα κρύα τον επλάκονε σωστά τριάντα ένα ημερόνυκτα, και ίδρωσε φαρμάκι μέσ' 'ς τον ύπνο του· — 'ς την μαγευμένη βρύσι συ πρωτόβρασε! ΑΙ ΤΡΕΙΣ ΟΜΟΥ Γύριζε, βάζε, βράζε, ανακάτονε. Καίε φωτιά και τρίζε, κόχλαζε νερό!

Θαύμασε αυτή κ' εγύρισετο δώμα, ότι τον λόγον του τέκνου της τον φρόνιμον εδέχθητην καρδία. 355 και με ταις κόραις έφθασε 'ς τ' ανώγι, αυτού να κλαίη πικρά τον Οδυσσέα της, ως ότου γλυκόν ύπνοτα βλέφαρά της έχυσεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη.

Καθώς με είδεςτον ύπνο σου Λαλεμήτρο, είπε τότε η Θωμαή. Εγώ σαράντα μέραις και σαράντα νύκτες άναβα τα κηράκιατην εκκλησίτσα του, και ελιβάνιζα την εικόνα του, σαράντα μέραις και σαράντα νύκτες, σαν να μου έλεγε κάποιος ότι κακό θα πάθης, και ο Μεγαλομάρτυς σου τα έφερνεν εκεί μπροστά σου, τα κηράκι μου και το λιβάνι μου.

Το δροσερό γλυκάνισο κιόσκια ανθηρά έχει πλέξει· νιογέννητοι έρωτες δειλά τριγύρω φτερουγίζουν, σαν ταηδονάκια τα μικρά, που αρχίζουν να πετάνε και δοκιμάζουν τα φτερά κλωνάρι σε κλωνάρι. Για ιδές χρυσάφια κ' έβενους κι αϊτούς ελεφαντένιους που φέρνουν στις φτερούγες των τον κεραστή του Δία· για ιδές κι απάνω τι χαλιά πιο μαλακά απ' τον ύπνο.

Αγκαλιαστά να βρης εκεί 'ςτό στρώμα να κοιμώνται Ο αφωρεσμένος σου αδερφός κ' η σκύλλα σου η γυναίκα, Για να γλυτώσουν σ' έστελναν για τα Χρυσά τα Μήλα, Που τα φυλάει ο Δράκοντας, να χάσης τη ζωή σου· Και σαν εγύρισες μ' αυτά, σ' επήραν 'ςτό κυνήγι Κ' εκεί σ' εσκότωσε ο αδερφός 'ςτόν ύπνο τον γλυκό σου, Τώρ' αρματώσου γλήγορα κι' ανέβα 'ςτ' άλογό σου Και σύρε εκεί και σκότωσε και κάμε τους κομμάτια.

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν