Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025
Ύστερα ανασηκώθηκε αγάλι' αγάλια, κάθησε σταυροπόδι έπιασε με τα δάχτυλα των χεριών του, τα δάχτυλα των ποδαριών του, χαμογέλασε κι είπε με μια φωνή απαλή και ψιθυριστή, όπως κάνουν τα παιδιά όταν γυρεύουν παρακαλώντας από τη γιαγιά τους, παραμύθια: — Πες μας για τον πόλεμο, κυρ λοχία... Ο λοχίας δε γέλασε άλλο. Ανασηκώθηκε κι αυτός λιγάκι.
Πλην τέλος δεν εβάσταξα, Δεν 'μπόρεσα να πνίξω Το δάκρυ, που κατέβηκε Την κάτωχρη παρειά μου, Και λέγω: «Της μανούλας μου, » Σκιά! Σκιά γλυκειά μου! . . . . » Και πλέον δεν εμπόρεσα Το στόμα μου ν' ανοίξω. Μόνο τ' αχνό της πρόσωπο Ξανακυττάζω πάλι, Και βλέπω χαμογέλασε, 'Σάν το λαμπρό φεγγάρι, Κι' από το 'μάτι 'γλίστρησε, 'Σάν το μαργαριτάρι Το δάκρυ. Σκύφτει· με φιλεί Με πόνο 'ς το κεφάλι.
Καμιά φορά, το λοιπόν, πάει ο Μπέης κρυφά και χώνεται ανάπλαγα μες το λόγκο, οπαράδιζε ο Αργύρης κάθε αβγή με τα πρόβατα. Πάει εκεί και χώνεται, και λουμώνει και παραμονέβει τον Αργύρη. Αγναντέβει το πώς τάβοσκε και τα διαφέντεβε τα πρόβατά του το βοσκαρούδι. Χαμογέλασε ο τούρκος πίσω από τα κλαδιά. Παίρνει και φέβγει και γέρνει στον πύργο του.
Όταν γύρισα σπίτι μού έβγαλε γλώσσα και η Γκριζέντα, επειδή δεν θέλει να πηγαίνω στις κυράδες σου. Δεν ξέρω που να τα πω, Έφις. Δεν είμαστε εμείς που φωνάξαμε το παλικάρι από το δρόμο∙ ήρθε από μόνος του. Η Καλίνα μου λέει: διώξτε τον. Εκείνη όμως τον διώχνει όταν πάει σπίτι της;» Ο Έφις χαμογέλασε. «Εκεί βέβαια δεν πάει για ερωτοδουλειές!....»
— Τι λες, συμπέθερε! είπε αναμπαίζοντάς τον ο Κουτρουμπής· για γυναίκα το πέρασες! δε βλέπεις που κρατάει σπαθί; — Θα είνε ο Ρωτόκριτος, λέω· είπε άλλος σκαφτιάς. Ο Αριστόδημος τους έρριξε άγριες ματιές κ' έπειτα χαμογέλασε. — Τι λέτε, μωρέ βλάκες ; τους είπε. Τι Ρωτόκριτος και Αρετούσα! Είνε η Δόξα μας· η αθάνατη Δόξα μας! — Μπα, η Δόξα! είπε ο Μπαλαούρας στραβοστομιάζοντας· κρίμα!
— Και πώς μπορεί να σε κρεμάση; — Μήπως δε σε κρεμάει εσένα ο Σουλτάνος, όταν θέλη; Ναι ή όχι; — Ναι, γιατί τον έχω βασιλιά. — Λοιπόν με κρεμάει κ' εμένα, γιατί την έχω βασίλισσα! Χαμογέλασε ο Κιουταχής. Σηκώθηκε πρώτος κ' έφυγε από το καράβι, Την άλλη 'μέρα ο Κιουταχής τούστειλε καφφέ, ζάχαρη και καπνό. Ο Καραϊσκάκης τούστειλε ένα φόρτωμα κρασί.
Τότες του χαμογέλασε κι' απάντησε ο Δυσσέας 400 «Βρε δώρα αλήθια μια φορά π' ορέχτηκε η καρδιά σου! τ' άτια που του Πηλέα ο γιος τραβάει! μα αφτά να λάβει άλλος θνητός σα ζόρικα θαρρώ και να τα ζέψει, εξόν αφτός που θέϊσσα τον γέννησε μητέρα.
Η Ελπίδα ορθή μπροστά της χτένιζε τ' αργυρά μαλλιά και τη χαμόβλεπε χωρίς να τολμάη να της χαλάση τους στοχασμούς. Έπειτα θέλησε ν' αλλάξη τα βρεμένα ρούχα της. Άνοιξε το τοιχαρμάρι κ' έβγαλε από μέσα χιονάτα ασπρόρρουχα. Μια δυνατή μυρουδιά λεβάντας σμιγμένης με αμάραντο αναδύθηκε και γέμισε το δωμάτιο σα ν' άναψε θυμιατήρι. Η κυρά Πανώρια ένοιωσε τη μυρουδιά και χαμογέλασε.
Γιατί μαθές στη Σκιάθο; Χαθήκανε τα κορίτσια στη Σκόπελο; — Δεν έχομε μαθές, Μοναχάκη, κορίτσια στο Σκόπελο; Οι Σκιαθίτισσες πλιο σου πήρανε την καρδιά σου; Ο Μοναχάκης χαμογέλασε. — Καλό και άξιο το Σκόπελο και τα κορίτσια του. Μα το ταίρι που θέλει ο Μοναχάκης δε βρίσκεται στο Σκόπελο. Σα βγήκε στη Σκιάθο ο Μοναχάκης, η καρδιά του λαχτάρησε.
Μάζεψα τα γραμμένα φύλλα και τα έβαλα στο συρτάρι μου, έπειτα βγήκα σιγά και πήγα κι ακροάστηκα στην πόρτα της κάμαρας του Σβεν. Η γυναίκα μου την άνοιξε και κοίταξε όξω. Έσκυψα σιμά της και της είπα: — Είναι έτοιμο. Μου χαμογέλασε κ' η φωνή της έκλεινε έναν κόσμο ευτυχίας, όταν απάντησε: — Κοιμάται τόσο ήσυχα. Δεν το πιστεύω να υπάρχη κίντυνος.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν