Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 29 Ιουνίου 2025
— Δεν είνε καλλίτερος απού τον Ανεγνώστη; — Χίλιες χιλιάδες βολές, είπε με ζωηρότητα η Πηγή, της οποίας η καρδία είχεν αρχίσει να κτυπά ως κώδων εορτής. — Αι, μάθε πως τα συφωνήσαμε με τον αφέντη σου ... Σε λέω παιδί μου και θα γενής αληθινό παιδί μου ... Σάφινα 'γώ να σε πάρη ο Τερερές ο σακάτης; Ο άντρας απού θα πάρης θάνε νιος και γερός σαν εσένα και καλόγνωμος σαν και σένα.
Δεν σε ξέρει κανένας. Αλλά συ να μη λησμονήσης ποτέ ότι είσαι παιδί μου. Μακρά από ψέμμα, κλεψιά, φονικό και ξένη γυναίκα! Και στο βάθος της θάλασσας κι' αν βρεθής να μη χάσης την ελπίδα σου από τον Θεό! Και βασιλειάς αν γένης να μη λησμονήσης την πατρίδα σου. Τάκουσες παιδί μου; — Τάκουσα, πατέρα μου! — Ώρα σου καλή τώρα! Ο Θεός κι' η ευχή μου μαζύ σου!
Να αρνηθή εις τον αυθέντην του, όστις του έδιδεν άρτον; Να λησμονήση την ρητήν παραγγελίαν της θνησκούσης θείας του; — Αυθέντη, είπε τέλος, η θειά μου μου παράγγειλε να τα διαβάσω μοναχός μου. Ο κ. Λευκόπουλος ητένισε βαθύ βλέμμα επί την μορφήν του μικρού υπηρέτου του, και τω είπεν ευμενώς· — Καλά σου παρήγγειλε. Να πας εις το σχολείον, παιδί μου, . . . . να πας.
Εγώ ναι εγώ — και δεν έλεγε πως αυτός ήταν πρώτος κούκκος — μόνος μου ηύρα την τύχη μου. Την έπιασ' από τα μαλλιά και την έσυρα υποταχτική μου. Ας το κάμουν κι' άλλοι. Εγώ μην περιμένουν να τους δώσω τίποτα! Είπα πως επήγαν όλοι και του εμίλησαν. Ένας μόνον δεν επήγε· ο Μανωλιός. Φιλότιμο παιδί. Δεν επλησίασε τον θείο του παρά όταν αρραβώνιασε και την τελευταία του αδερφή.
Παρηγορήσου λοιπόν, παιδί μου, διά τας περασμένας σου δυστυχίας, επειδή και θέλεις εύρει ένα πατέρα εις εμένα πλέον πλούσιον από τον εδικόν σου, και που δεν θέλει έχει ολιγωτέραν αγάπην από εκείνον διά εσένα.
Καθένας είχε το καρδιοχτύπι του ώστε να ιδή τον νεκρό μήπως ήταν παιδί, αδερφός, συγγενής, φίλος. Όλοι έτρεμαν από την αβεβαιότητα. Τέλος έφτασε και η μηχανή του Πίπιζα και πρώτος επήδησε στην αμμουδιά ο πατέρας σου. Ωιμέ το φριχτό θέαμα! Ο Νικόλας Ραφαλιάς ήταν νεκρός στον άμμο με μια πληγή ορθάνοιχτη στο αριστερό πλευρό κάτω από την αμασχάλη. Για το μελάτι ο πατέρας σου εσκότωσε τον αδερφό του.
Γενιά σε γενιά το παραδίνουν οι ναύτες και πάει από πατέρα σε παιδί, από παιδί σε αγγόνι πάντα μεγάλο, θαυμαστό πάντα, σκληρό σαν σίδερο, δυνατό σαν λέοντας, ψυχωμένο και αθάνατο σαν στοιχειό. Εκείνοι που το πρωτόειδαν έσβυσαν από τη μνήμη των ανθρώπων τόρα. Εκείνοι που ονειρεύθηκαν να το κόψουν, κοιμούνται αξύπνητα στη γη των πατέρων τους είτε στα βάθη της θάλασσας.
Όταν όμως άραξε το βαπόρι κ' η μαμά ετοιμαζότανε να βγη, ο μικρός Σβεν έστεκε ορθός στην αποβάθρα με τη μεγαλήτερη ανυπομονησία και τα μάτια του ψάχνανε γύρω σα να κιντύνευε η ζωή του όλη. Κι όταν παρουσιάστηκε η μαμά, είτανε δύσκολο να πη κανείς ποιος είτανε πιο ευτυχισμένος, εκείνος που δεν περίμενε του κάκου εκεί ή η μητέρα που βρήκε το παιδί της να την περιμένη.
Τότες η Θέτη η θέϊσσα του λέει δακροπνιγμένη «Κοντά σημαίνει η ώρα σου, παιδί μου, αφτά που κραίνεις, 95 τι εφτύς στερνά απ' τον Έχτορα σε καρτεράει ο χάρος.»
Μούκανε την ευκολία να θάψω το κορίτσι, του πήγα κ' εγώ αμανάτι μια χρυσή καδένα, κάτι γανώματα, ένα ταψί μεγάλο, πολίτικο. Έγδυσα το σπίτι, τι να κάνω; «Δεν πιάνουν τίποτα, Νικόλα παιδί μου, μούλεγε. Μισοτιμής να τα πουλήσης και πάλε. Ποιος έχει παράδες να δώση;» Πάνε κι' αυτά μαζί με τάλλα. Να δουλέψω δεν μπορούσα^ από αρρώστεια σε αρρώστεια κ' εγώ και το Μυγδαλιώ, η γυναίκα μου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν