United States or Sint Maarten ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα γραμματάκια του παιδιού μου, πούρχονταν τακτικά μια φορά το χρόνο, για να μου πουν, Μαρία, πως μια μεγάλη καρδιά, μία μητέρα υπέροχη επάλαιε εκεί κάτω κ' ενικούσε. Η φωτογραφίες που μούστελνες του παιδιού αυτού, που ήταν το παιδί μου, Μαρία, και 'που θα το ξεχνούσα, άκαρδος όπως είμουνα, αν εσύ δεν εφρόντιζες να μου το θυμίζης και να με κάνης να τ' αγαπώ.

Τι να σου πω, παιδί μου, εψιθύρισεν η πάσχουσα, ο Θεός ξέλει... Ίσως ήθελε να είπη «μητρυιά», Αλλά δεν είχε το θάρρος να αρθρώοη την λέξιν. — Γιατί, μητέρα, επανέλαβεν η παιδίσκη, είπες πως έχεις πεθερά, σαν να μην είσ' ευχαριστημένη; Και δεν σ' αγαπάει η μαμμίτσα μου; Η ασθενής έσεισε την κεφαλήν, αλλά δεν είπε λέξιν.

Αλλά τον έβλεπε μονάχα με την άκρη του ματιού της, κοιμισμένον τόσο ήσυχα κι ευτυχισμένα. Γιατί να ταράξη την γαλήνη του, τον ύπνο του; Θα την έπαιρνε για παιδί, για φοβιτσάρα, και θα γελούσε. Όχι. Τόρα θ' απλώση το χέρι της και έτσι μ' ένα κούνημα θα διώξη μακριά της όλη αυτή τη φρίκη, και θα σβυστούν όλα, όλα τότε απ' εμπρός της.

Ο Βασίλης όμως βρήκε τρόπο να με ικανοποιήση. — Μπρε παιδί μου, εσύ τουφέκι δε θες; Να τουφέκι. Όσες μέρες θα κάνωμε στον Αμαλό το τουφέκι μου θάνε δικό σου. Θα πιαίνωμε μαζή στο κυνήγι και βάστα το συ το τουφέκι. Α θες μου το δίδεις και μένα πότε πότε να παίζω κιανενούς πουλιού. Δε σαρέσ' έτσα; Είχα τόση μανία για το κυνήγι, που θα δεχόμουνα κάθε συμβιβασμό, αρκεί να κυνηγούσα.

Ο άνεμος τραβούσε δυνατά, κι' η κάκω η Μήτραινα έτρεχε γλήγορα, πατώντας, όπως λάχαινε, μέσα στες λάσπες, για να φτάση το γληγορότερο στο σπιτοκάλυβό της και να σφίξη στην αγκαλιά το παιδί της.

Λίγο ύστερ' από το δράμα, το παιδί του ναύτη έγεινε άφαντο. Κάποιος το είχε πάρη στην ξενητιά, όπου, ύστερ' από χρόνια, μια μέρα εγύρισε στον τόπο του παππάς! Με ποιο τρόπο και με τι μέσα το εκατώρθωσε αυτό, κανείς δεν ήξερε· η ουσία είνε πως ήταν παππάς και τι παππάς; παχύς, όμορφος, ομιλητικός, αστείος, όλα του έδειχναν ένα λαμπρό ιερομόναχο· ως και καλόφωνος ήταν.

Ο Έφις ξαναμπήκε στην καλύβα, αλλά άργησε να κλείσει τα μάτια, και στον ύπνο ακόμη τον βασάνιζε η ιδέα ότι έπρεπε να σχολιάσει την ιστορία του Τζατσίντο, αλλά δεν ήξερε πώς: καλά ή άσχημα. «Πρέπει να του πω: θάρρος, λοιπόν, θα γυρίσεις στο σωστό δρόμο! Στο κάτω κάτω παιδί ήσουν ακόμη, ένα ορφανό…

Τέλος, να μη τα πολυλογούμε, εμεγάλωσεν ο Παπαδράκος, εμεγάλωσε και το κεφάλι του, και η ώμορφη Παπαδράκαινα με το στρογγυλοπρόσωπο κεφαλάκι, το έδιωξε το παιδί της: — Να μη σε βλέπω μπροστά μου, σημειωμένο πράμα!

Έτσι της είπε, κι' άπλωσε τα χέρια στο παιδί του, μα πίσω γέρνει το παιδί στον κόρφο της βυζάχτρας με τις φωνές, τι τόσκιαζε η όψη του γονιού του, σαν είδε π' άστραφτε ο χαλκός σπιθόβολα οχ το κράνος, κι' απάνου σάλεβε αγριωπή η αλογήσα φούντα. 470 Γέλασε τότε η μάννα του μια στάλα κι' ο πατέρας.

ΙΩΝ Αν είν' αυτό αληθινό, είνε γλυκό για μένα. ΚΡΕΟΥΣΑ Με σπάργανα παρθενικά σε τύλιξα, υφασμένα απ' τον δικό μου αργαλειό• δεν σου 'δωσα το γάλα, στο στήθος μου δεν σ' έθρεψα, λουτρό δεν σου χω κάμη• μέσαερημική σπηληά έρημο σε είχα αφήση, στα όρνια τάγρια τροφή, στον άδη να σε στείλω. ΙΩΝ Τι φοβερά που το 'καμες, μητέρα μου. ΚΡΕΟΥΣΑ Ο φόβος, να σε σκοτώσω άθελα, παιδί μου, με είχε κάμη.