United States or Tunisia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μια Φοράδα ηληκιομένη Οχ τη μοίρα απολαβαίνει Τ' αγαθά όλα ανταμομένα, Με τη μοναχή της γέννα. Κι' απερνούσε την ημέρα 395 Σα φιλόστοργη μητέρα, Με πολλή ευχαρίστησί της. Ν' αναθρέφη τα παιδί της. Το ανήλικο Πουλάρι Σε μιας τόσης τύχης χάρι 400 Βρίσκει πάσαν ηδονή του Εις την άσκοπην ορμή του.

Βγήκαμε και τονε φέραμε μέσα. Αχ, και πώς να το ξεχάσω το πικρό του χαμόγελο! Πρέπει νάμειν' έτσι το πρόσωπό του από τη στιγμή που έπεσα πάνω του και τον πασπάτευα να δω α ζούσε ακόμα. Πού να την ιστορήσω την ανιστόρητη εκείνη τη νύχτα, παιδί μου! Αποφασίσαμε να μείνουμε, και να μη φύγουμε.

Κ' ύστερα θάρχεσαι μέσα να πίνης ένα σερμπέτι. — Έφεντημ, θα μ' αβανιάζουν τότες πως τούρκεψα. Εμένα δεν με μέλει κι αν τουρκέψω για το χατίρι σου. Μα η γριά μουως τον τάφο καημό της θα τόχει». — Όχι, παιδί μου, του λέει ο Αγάς, εγώ ποτές μου δικό μας δε θα σε κάνω δίχως να θέλης. Ένα πράμα όμως σου λέω: Ανίσως και ταποφασίσης ποτέ σου, ψυχή να μη φοβηθής, σώνει να αναπνέη ακόμα ο Χασάν Αγάς.

Εκεί πηγαίνει, τρέχοντας σα νάχασε το νου της, και πάει κι' η βάγια από κοντά με το παιδί στα χέριαΕίπε, κι' εκείνος έφυγε ξανά τον ίδιο δρόμο 390 και τα καλόφτιαστα στρατιά περνούσε πιλαλώντας.

Και εγώ, παιδί μου, προσπαθώ να μάθω και από τούτον και από άλλους, οποιοιδήποτε μου φανούν ότι έχουν κάποιαν ειδικότητα εις αυτά. Και ως προς τα άλλα μεν πηγαίνω αρκετά καλά εις αυτά, έχω όμως μίαν μικράν απορίαν, την οποίαν πρέπει να εξετάσω μαζί με σε και με τους παρευρισκομένους. Λοιπόν λέγε μου σε παρακαλώ, άραγε μάθησις δεν είναι το να γίνη κανείς σοφώτερος εις ό,τι μανθάνει; Θεαίτητος.

Για πού νάχη βάλει ρότα τούτο το πλεούμενο; είπε ο βαρκάρης στο μούτσο του, γυρίζοντας κατά το μπροστινό κουπί, που έλαμνε νυσταγμένα και ανόρεχτα το παιδί, και σιάρισε το δικό του, για να γυρίση τη βάρκα κατά το κουφάρι, που έπλεε τώρα τρεις-τέσσαρες οργυιές ζερβιά τους. — Ποιο πλεούμενο; είπε το παιδί, που δεν έβλεπε τίποτε μπροστά του. Και κράτησε το κουπί για να κυττάξη καλύτερα.

Μα δε λυπάσαι, παιδί μου, τη μάνα και την αδερφή σου, δε λυπάσαι τη νιότη σου; Δε συλλογάσαι πως κατασταίνεσαι ένας απού τσ' ωμορφότερους νιους; και με τα γράμματα που μαθαίνεις και την κατάσταση πούχομε θάσαι παντού παρακαλετός να πάρης την καλλίτερη κοπελιά. Σανημένει μια ζωή ευτυχισμένη και συ θες να πέσης στη φωτιά να καής.

Αλλ' ο Σαϊτονικολής, απωθήσας την σύζυγόν του, τον επρόφθασε, πριν να διασκελίση το κατώφλιον, και του κατέφερε δυνατόν κτύπημα. Αλλ' η Ρηγινιώ επρόλαβε πάλιν και τον εκράτησεν αναφωνούσα: «Για όνομα του Θεού, Νικολιό, το παιδί σου θα σκοτώσηςΚαι ούτω έδωκε καιρόν εις τον Μανώλην να σωθή από την πατρικήν οργήν. Ο Μανώλης κατέφυγεν εις το καφενείον του, διά να κοιμηθή εκεί.

ΧΡΥΣ. Διά να υποθέσωμεν ότι περιπλανάται πλησίον του ποταμού και το αρπάζει ένας κροκόδειλος, ο οποίος έπειτα σου υπόσχεται να σου το αποδώση εάν του είπης τι ακριβώς σκέπτεται, να σου δώση ή να μη σου δώση το παιδί. Λοιπόν τι θα πης ότι σκέπτεται; ΑΓΟΡ. Δύσκολη απάντηση μου ζητάς. Δεν γνωρίζω τι να πω διά να σώσω το παιδί μου.

Ήθελε να νικήση και τον Κοντοπάνη και τον Δήμαρχο που τούκανε τον εχθρό. Ζήτημα, βλέπετε, φιλοτιμίας! Ύστερ' απ' αυτά, απόλυσε τον Σερέτη και έμεινε μονάχος. Είπε στον υποταχτικό του, το μικρό Αμβρόσιο, ξανθόμαλλο, παχουλό και αφράτο παιδί, πως θα κοιμηθή και να μην τονε ταράξη κανένας και μόνο σαν έλθη το Βαγγελάκι, ο γυιός του Μανάρα του χωρικού να τον ξυπνήση χωρίς άλλο.