Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 29 Μαΐου 2025
Αλλ' η Τασιούλαινα τ' άκουγε όλα αυτά τα πράγματα και τίποτε δεν πίστευε και μόνη της παρηγοριά είχε το παιδάκι της, που μεγάλονε ημέρα με την ημέρα, και μόνον τα Χριστούγεννα, τ' Άη- Βασιλειού, τη Λαμπρή και τ' Άη-Γεωργίου θυμώνταν πως είταν παντρεμμένη και είχε άντρα στην Ξενιτειά. Ενώ η μάννα και το παιδί κοιμώνταν στου πόνου το προσκεφάλι, ένας γουνοφορεμένος ξένος μπήκε καβάλλα στην αυλή.
Αυτός κι' η γυναίκα προσπάθησαν με κάθε τρόπο να με παρηγορήσ'ν, και στα υστερνά μώταξαν να με κάν'ν παιδί τ'ς και να μ' αρραβωνιάσ'ν με την μοναχοθυγατέρα τ'ς! Δεν είταν βολετό να παντρευτώ ποτέ εγώ στα ξένα, αλλά ο θάνατος της μάννας μ'.. — Στάχτη στη γλώσσα τ'ς, παιδάκι μ'!..... Διέκοψε η κάκω η Μήτραινα με θυμό...
Επεφάνη εν τη φωτισμένη ζώνη, εσταμάτησε μίαν στιγμήν παρά την απόκρημνον όχθην, και εβύθισε την κεφαλήν του εις την διώρυγα. Μετά μίαν στιγμήν επεφαίνετο εις την μαρμαρίνην κλίμακα πλησίον της μαρκησίας κρατών εις τα χέρια του το παιδί ζωντανόν και αναπνέον ακόμη. Τότε ο μανδύας του από το βάρος του διαβρέξαντος αυτόν ύδατος υπεχώρησε και κατέπεσε προ των ποδών του.
Εγώ πετούσα από περηφάνεια και περισσότερο παρά σάλλη περίσταση είχα το συναίσθημα πως ήμουν άντρας πλέον. Γιαυτό κιόταν σε λίγο κατάλαβα πως ο Βασίλης με μεταχειρίστηκε σαν παιδί πειράχτηκα πολύ. Το δίκαννο που μούχε πη ότι θαύρισκα στην μάντρα δεν ήτον εκεί. Μούπε πως τάχα το είχε πάρει κάποιος βοσκός, πούλειπε, αλλά γω κατάλαβα πως μούχε 'πη ψέματα κιότι το δίκαννο που μούταξε ήτον ανύπαρχτο.
ΠΤΩ. Ναι, διότι το φως είνε ευχάριστον και ο θάνατος κακός και μαύρος. ΔΙΟΓ. Είσαι ανόητος, γέρω, και δεν ξέρεις το συμφέρον σου, σαν να ήσουν παιδί, ενώ είσαι ομήλικος του Χάρωνος.
Και τότε ο γερο-Πρίαμος τους μίλησε δυο λόγια «Τρώες, ακούστε με, κι' εσείς Αργίτες παινεμένοι! Εγώ στ' ανεμοφύσητο καστρί γυρίζω πίσω, 305 τι δε βαστάν τα μάτια μου να δούνε το παιδί μου όταν με τον παληκαρά Μενέλα θα χτυπιέται. Μα αφτό, θαρρώ, του Κρόνου ο γιος το ξέρει, κι' οι αιώνιοι άλλοι θεοί, σε πιόνε τους γραφτό 'ναι να πεθάνει.»
Μα κείνο, ακούς, επρόκοψε και πήρεν ένα όνομα από τα περιγραμμάτου· και τώρα, σαν το γράφουνε μέσ' σταις εφημερίδαις, δεν ηξεύρω κι' εγώ η ίδια, το παιδί μου είναι μαθές που λένε, ή κανένας φράγκος! — Την ιστορία, Μιχαήλε! την ιστορία του Τούρκου! διέκοψα εγώ ανυπομόνως. — Στάσου δα! είπεν εκείνος. Η ιστορία ήλθεν ύστερ' από την κουβέντα.
Επανεκάθησε στο παραθύρι για να σε καμαρώση: — Αρί, από πού θα ξαγναντίση το παιδάκι μου;! . . Από το παραθύρι της σαλίτσας εφαίνετο μια γωνίτσα του λιμανιού. Εκύτταζε και έλεγε, εις τα χαμένα, έτσι. — Στο καλό, παιδί μου! στο καλό! Δεξιά και αριστερά! . . . Αλλά προς το βράδυ ο καιρός εχάλασε. Χειμώνας, βλέπεις. Επήρεν ένας κρύος μαΐστρος! Χιονιά δυνατή!
Την κόρη της, την είχε καλοπαντρέψη, μα δεν είχε τύχη να ζήση· πέθανε στη γέννα, και το παιδί έζησε ως που ν' αποκτήση το δικαίωμα ο πατεριασμένος του να κληρονομήση τα προικιά, κ' ύστερα, στους πέντε μήνες, ξαναπαντρεύτηκε· αυτός ήταν ο μεγαλείτερος καϋμός της θεια- Μορισίνας! Για να μαλακώση, η ταλαίπωρη, τον πόνο της, έκαμε στην αρχή να πέση στα θεία και σε αγαθοεργίες.
ΡΩΜΑΙΟΣ Ω πάτερ, τι έμαθες; του πρίγκηπος το θέλημα τι είναι; Ποια πίκρα πάλιν άγνωστη με θέλει σύντροφόν της που δεν την εδοκίμασα ως τώρα; ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Ω παιδί μου, αληθινά συντρόφισσα σου έγεινεν η πίκρα. Σου φέρνω την απόφασιν του πρίγκηπος. ΡΩΜΑΙΟΣ Τι θέλει; Τι άλλο θ' απεφάσισε παρά τον θάνατόν μου; ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Τόσον δεν έκρινε σκληρά. Τον θάνατόν σου όχι, αλλά την εξορίαν σου προστάζει.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν