Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Μαΐου 2025


Χριστός και Παναγία! ανέκραξε διαμαρτυρομένη η γραία. Τέτοια πράματα, παιδί μου! — Μέσ' 'ς τα φιλέρια, λένε, καιτα ραζακιά βρέθηκε μία νυχτερίδα ψόφια . . . — Πω! Πω! ψέματα! Ψέματα, παιδί μου! Ψέματα! Έπτυεν η γρηά-Κυρατσού διαμαρτυρομένη. — Κι' απάνω σε μια ασπρούδα, βρεθήκανε, λέει, δυο ψείραις . . . Διηγείτο ακόμη η ξηροκίτρινη γειτόνισσα. — Πω! Πω! ψέματα! Ψέματα!

ΘΕΤ. Όχι, διότι εξακολουθεί να πλέη η κιβωτός παρά την Σέριφον και να τους διατηρή εις την ζωήν. ΔΩΡ. Δεν τους σώζομεν λοιπόν; Ας τους ρίψωμεν εις τα δίκτυα αυτών των Σεριφίων αλιέων• αυτοί δε όταν τους ανασύρουν θα τους σώσουν. ΘΕΤ. Καλά λέγεις και ούτω ας πράξωμεν• δεν πρέπει να χαθή και αυτή και το παιδί το οποίον είνε τόσον ωραίον. 13. &Ενιπέως και Ποσειδώνος.&

Κι' αφτός με καλοδέχτηκε, και μούδειξε μια αγάπη 480 σάμπως πατέρας π' αγαπάει παιδί του χαϊδεμένο, μοναχογιό του και πολλών χτημάτων κληρονόμο· και μούδωκε πολλά χωριά, με πλούτισε, και πέρα στα σύνορα έκατσα της Φτιας, αφέντης των Δολόπων.

Τι έγινεν όμως τόσον καιρό; πού επήγε, πού εστάθηκε, πώς ευρήκε το παιδί, πώς απόχτησε το τρεχαντήρι; κανείς δεν έμαθε ποτέ. Το παιδί μου έλεγε· το τρεχαντήρι μου· τίποτ' άλλο. Και αν εθάρρευε κανένας γέροντας κάποια γριά και τον ερωτούσε καταπού επέρασε τη ζωή του, αυτός εσούφρωνε τα φρύδια, το χέρι άπλωνε κ' έλεγεν αόριστα και μυστικά: — Πέρα κάτω· στην Άσπρη θάλασσα.

Φώναξε πάλι σ' ολίγο ο Φώτος. — Σκότωσες το Μπεϊλούλαγα! Είπε ο Λάμπρος, πηδώντας από τον τόπο του, σαν τώρα να το πρωτάκουσε, σα να μη το 'χε ακούσει από την πόρτα ακόμα. Η μάνα δεν εμίλησε μηδέ τώρα, κατέβασε μοναχά τα φρύδια. Ο Λάμπρος κράταε ακόμα το ρώτημά του. — Σκότωσες το Μπεϊλούλαγα! Και πώς έκαμες, μπρε παιδί μου;

ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Εκ μέρους και των δύο μας, παιδί μου, ο Ρωμαίος ας σου ειπή ευχαριστώ. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Ας τον καλησπερίσω, ώστε ν' αξίζω να μου ‘πή ε υ χ α ρ ι σ τ ώ κ' εκείνος.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Και πρέπει μάλιστα, παιδί μου. Γνωρίζω ότι εξ όλων μου των τέκνων συ, περισσότερον αγαπάς τον πατέρα σου. ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Ω ! με πόσην χαράν σ' επαναβλέπω μετά τόσον καιρόν, πατέρα μου αγαπητέ ! ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Κ’ εγώ σε, κόρη μου. Ίση είναι και εμού η χαρά. ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Χαίρε, πάτερ μου. Α ! τι καλά έκαμες να με φέρης πλησίον σου ! ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Δεν ηξεύρω αν έπραξα καλώς ή όχι.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Βέβαια• από πολλή για σένα αγάπη και φροντίδα μου. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Μωρ' τ' είν' αυτά; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Μα πουθενά ο νόμος δεν το λέει, απ' το παιδί του ο γονηός να κλαίη. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Και τάχα πώς, τους πετεινούς αφού μιμείσαιόλα αυτά, σε ξύλο δεν κουρνιάζεις συ, και πώς δεν τρως και συ σκατά; ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Μα τούτο το παράδειγμα, κακόμοιρε, που φέρνεις, ούτ' ο Σωκράτης θαύρισκε σωστό.

Εξεκίνησε λοιπόν κατά τον μήνα Ιούνιον η μητέρα με το παιδί και με συνοδείαν δυο κυνηγών και ήρχετο προς το Γκρίντελβαλντ διά του Γκέμμι.

Τόσον οπού μίαν νύκτα ο γέρων οργισθείς πλέον αφορήτωςείχε του θυμού το πάθος ο γέρων βαρύτατονβλέπων τον υιόν του να χάνεται και την σκούναν του, την μαύρην με το άσπρο μπούρδο, να μουσκλιάζη εις το λιμάνι, ως παληο-κουρίτα, σηπομένη εν τω τέλματι, εξεκρέμασε το γιαταγάνι του, με μίαν χρυσωμένην λαβήν και με κόκκιναις φούνταις, οπού ήτο κρεμασμένον από πάνω από το κρεββάτι του, γιαταγάνι της επαναστάσεως, κλέφτικο γιαταγάνι, να το κόψη το παιδί του, θυσίαν εις την πατρικήν του απαίτησιν ωσάν ρωμαίος.

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν