United States or Egypt ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εμείς δε σε θέλαμε να γενής βοσκός, μοναχός σου γείνηκες, είπε και ο Σαϊτονικολής. Κιά θες εσύ ένα νάσαι κοντά μας, εμείς το θέμε χίλια, παιδί μου. Η οικογένεια ολόκληρος εώρτασε την εσπέραν εκείνην.

Τότε καλά έκαμες που δεν ήλθες. Δεν θα διασκέδασες καλά μητέρα; Σε βλέπω θυμωμένη. Και δεν έχω δίκηο; Ακούς εκεί να υποσχεθής πως θάρθης και να μας γελάσης. Άσκημα παιδί μου, άσκημα καμώματα! Και ο πατέρας σου έγινε πάλι έξω φρενών. Λ έ λ α. Μα ο πατέρας είναι πάντα έξω φρενών. Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Σς! μη σας ακούση για το Θεό! Και αυτή τη φορά με το δίκηο του. Κ ώ σ τ α ς.

Έπειτα σιγά κι ανάλαφρα τραβήχτηκε στη σκάλα, την κατέβηκε στα τέσσερα κ' έκλεισε την ξώπορτα πίσω του. Στο χτύπο ξαφνίστηκε ο Αριστόδημος· γύρισε τα δακρυσμένα μάτια του και δεν είδε το χωριατόπουλο. Θυμήθηκε πως δεν το ρώτησε πού πέθανε η μάννα του. Μπορεί στο σπίτι της Ελπίδας· μα δεν ήταν και βέβαιος. Πήδησε, έτρεξε στην πόρτα, βρέθηκε στην αυλή. — Παιδί!.. παιδί! .. έβαλε τις φωνές.

Αυτός ο καβαλλάρης! Κύττα πώς τρέχει το μουλάρι του! Καλώς ώρισες, παιδί μ'! Καλώς τα μάτια σ' τα δυο!

Κρατεί σφερδούκλια το παιδί και δένει τα με σκοίνο και τα σφερδούκλια δένοντας ακριδοπιάστρα πλέκει· και μηδέ τόσο νοιάζεται γι' αμπέλι και ταγάρι όση χαρά έχει μέσα του γι' αυτό το πλέξιμό του. Στρώνονται φύλλ' απερουνιάς τριγύρω στο ποτήρι· μεγάλο θάμμα αληθινά που το μυαλό ξιππάζει.

Και διά νεύματος οδηγουμένη παρά της γραίας, τρεμούσης, θεωρεί και αυτή το ερείπιον φωταγωγημένον. Και αι δύο γυναίκες σταυροκοπούνται επανειλημμένως. — Τα φαντάσματα, μαννού, τα φαντάσματα, κράζει έντρομος η νεάνις. — Τάκουα παιδί μ', μα πρώτη φορά τα βλέπω. Είχε δίκαιο ο άγιος που μου το είπε σήμερα. Πάμε στο σπίτι σας. Τα γόνατά των τρέμουν καμπτόμενα.

Ως προς εσένα, έννοια σου, κ' εγώ θα εύρω τρόπον να γίνης κληρονόμος μου εσύ, καλό παιδί μου. Εισέρχονται ο ΔΟΥΞ ΚΟΡΝΟΥΑΛΗΣ, η ΡΕΓΑΝΗ και η συνοδεία αυτών. ΚΟΡΝ. Πώς είσαι, φίλε μου καλέ; Ακόμη μόλις ήλθα, και πράγματα παράδοξα κι' ανήκουστα μανθάνω. ΡΕΓ. Αν είν' αλήθεια ένοχος, ολίγον του θα είναι όσον και αν τιμωρηθή, — Αυθέντα μου, πώς είσαι; ΓΛΟΣΤ. Κυρία μου, ερράγισεερράγισ' η καρδιά μου!

Στο λόγιό τους απαντούσε με άλλο λόγιο γεμάτο ειρωνεία, όπως τώρα ο Δημητράκης. Για τούτο η μάννα του έμενε πάντα δίβουλη. Κατιτί βαθύτερο από το μητρικό αίστημα την έκανε να τον δικαιώνη. Δεν τολμούσε όμως να συμφωνήση μαζί του. Τρόμος την έπιανε και να το συλλογιστή. — Δεν ξέρω, παιδί μου, έλεγε· μα ο αδερφός σου δεν έχει την ίδια γνώμη. Ο αδερφός σου θέλει να κυττάς τα μαθήματά σου.

Να μου ζήσης παιδί μου! να μου ζήσης πολύ πολύ, και να μου κλείσουν τα χεράκια σου τα μάτια μου. Δεν την ήκουσεν ο Θεός την πτωχήν· του Γεώργη της τα χεράκια εκαθάριζαν τα λασπωμένα υποδήματα των Αθηναίων, ότε εκείνη απέθνησκεν.

Αλλ' αφού θέλει να πεθάνω, πέστε της ότι της στέλνω αγάπη και ειρήνη, και την ευχαριστώ για όλα τα καλά και της τιμές που μου έκαμε από τότε που παιδί με άρπαξαν οι πειρατές, με πούλησαν στη μητέρα της, κι' αφωσιώθηκα στην υπηρεσία της. Ο καλός Θεός ας φυλάη την τιμή της, το σώμα της, και τη ζωή της. Αδερφοί, χτυπάτε με τώρα». Οι δούλοι την ελυπήθηκαν.