United States or Czechia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τώρα πλεια οι ψήφοι μάς περισσεύουν! Αλλ' ο Μανώλης ο Πολύχρονος, λίαν πεπειραμένος περί τα τοιαύτα έσεισεν οικτιρμόνως την κεφαλήν και του είπε·Αχ! δεν ξέρεις, παιδί μ', απ' αυτά. Το ψάρι, ενώ θαρρείς ότι το κρατείς, έξαφνα γλυστράει και φεύγει. «Χάνος είμαι, χάνομαι . . . μπέρκα 'μαι, δεν πιάνουμαι . . . γιούλος είμαι σε γελώ . . . και τα δίχτυα σου χαλώ».

Μικρό είνε τάχα όταν εσύ γυρίζεις βαρύκοπος τον κόσμο να ξέρης κάποιαν άκρη που σε αγαπούν και σε απαντέχουν ανυπόμονα; Ο μαγνήτης που μ' έσυρε άπραγο παιδί μια φορά στη θάλασσα, ίδιος και μεγαλείτερος τόρα με έσερνε, άντρα μεστωμένον στη γυναίκα. Με την ίδια τύφλα και το ίδιο πάθος ερρίχτηκα στ' αχνάρια της πεντάμορφης.

Κι ο τραπεζίτης τότε, ο στρογγυλοκαμωμένος, ο κοιλαράς, όλος μπιφτέκι και παλιό κρασί, ροφώντας τη μαστίχα του, είπε: — Κρίμας! Δεν ήξεραν να μη πουλήσουν και τ' άλλο βόιδι τους, οι δυστυχισμένοι... Στον Γεράσιμον Βώκον Αφού έφαγαν και έπιναν τόρα, πήρε το μπουζούκι του όχι με πολλή όρεξη. Είταν ένα παιδί τσιλιγκρό κι αδύνατο, ψηλό και κοκκαλιάρικο.

Κυττάζει όξω και βλέπει κάμποσα παιδιά να πεζογελούν και μαζή μ' αυτά το παιδί του . . . το δικό του παιδί, το μόνο αγόρι που είχε, ξανθογάλανο παλληκαράκι οχτώ εννιά χρονών.

ΔΙΑΦΟΥΑΡΟΥΣ Κύριε, όχι πως είμαι πατέρας του· μπορώ να πω ότι έχω λόγους να είμαι ευχαριστημένος απ' αυτόν και ότι όλοι όσοι τον βλέπουν λέγουν πως είναι παιδί, το οποίον δεν έχει κανένα ελάττωμα.

Οι ποιμένες ασπασθέντες του Χριστού την Εικόνα εξήλθον πάλιν επαναλαμβάνοντες: — Χριστούγεννα, παιδί μου, Χριστούγεννα! Ρίξε το ρίζι να γείνη ο τζουρβάς· και πάρε την λύρα σου να πης το τραγούδι· τροπάρια δεν ξέρουμε.

Πλησίον του Δημήτρη όμιλος εργατών, συμφωνήσας ητοιμάζετο ν' ακολουθήση τον κτηματίαν Δρόσον. — Μωρέ παιδιά, θέλουμε κι' άλλον ένα να το σώσωμε, είπεν ούτος προς τους εργάτας· δεν έχετε κανένα παιδί ακόμη; — Όσκε· δέκα ειμάστενε. Ο Δρόσος παρετήρησε τον Δημήτρην. — Ε, Δημήτρη· είπε, στρέφων την χείρα και καμμύων τον ένα οφθαλμόν ερωτηματικώς· πώς! μονάχος εσύ; — Μονάχος.

Δυστυχισμένο μου παιδί! ξέρετε, πως μου κοστίσατε την άκρη της μύτης, έν' αυτί κ' ένα μάτι; Πώς γενήκατε! Ε! τι ναι αυτός ο κόσμος. Αυτή η νέα περιπέτεια τους έκανε να φιλοσοφήσουνε περισσότερο από κάθε άλλη φορά.

Έπειτα φτάνει γλήγορα στ' αρχοντικό του σπίτι, 370 μα μέσα δεν την πέτυχε την όμορφη Αντρομάχη, μόνε στον πύργο είχε ανεβεί με την αφράτη βάγια και το παιδί, κι' έκλαιγε εκεί με πόνο και βογγούσε. Και σα δε βρήκε πουθενά το λατρεφτό του τέρι, πάει στην μπασά και στέκεται, και κράζει στις γυναίκες 375 «Για ακούστε, σκλάβες, μια στιγμή και πέστε την αλήθια.

Και η Ξενιώ με προσποιητήν πάντοτε χαράν εξηκολούθει να πλέκη την κάλτσαν της, κρεμασμένην από τον λαιμόν της, σαν να της την εφόρεσεν ο παπάς αντί για στεφάνια, την ημέραν του γάμου της. — Πώς δεν έρχεται, παιδί μου, ο καπετάν-Μοναχάκης; ηρώτησεν άλλην ημέραν η γρηά Μαθήνα πάλιν, με τα πολλά κορίτσια. — Πιάσθηκε σε δουλειά τακτική απάνω. Δουλεύει απάνω. Καιρό να φάγη δεν έχει.