Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025


Κι' άμα τους είδε, χάρηκε με την καρδιά του ο γέρος, και πήγε και τους θάρρυνε μ' έναν καλό του λόγο 190 «Έτσι φυλάτε, ορές παιδιά, και μη σας πιάνει η νύστα 192 τα μάτια εδώ, μην πέσουμε στα νύχια των οχτρώνε

Μα, μη το κρύβης από μένα. Τώρα που με κύτταξε, τα μάτια της ήταν υγρότατα και στην υγρότη τους μέσα ξάνοιξα σα μέσα σε καθαρή ανάβρα, πως είχαν βουρκώσει και τα δικά μου. Κι άλλη μια φορά τη ρώτησα πώς έκαμε κ' έπεσε στη λαγκαδιά εκεί κάτου. Κι αυτή μου είπε κοκκινισμένη στο πρόσωπο: — Μ' είχε συνεπάρει... κάποια συλλογή... η πρωινή νύστα,... το ξημέρωμα... ξέρω κ' εγώ... το τραγούδι σου...

Με μια κι' οι διο μας μοίρα εσύ στην Τρία γεννήθηκες, στον πύργο του Πριάμου, κι' εγώ στη Φήβα, στα ριζά της δασωμένης Πλάκος, στ' Αητιού το πλούσιο αρχοντικό, που δόλιος δόλια εμένα 480 μικρή μ' ανάσταινε ... Αχ γιατί ποτές του να με κάνει; Στ' Άδη εσύ τώρα τη φωλιά κάτου απ' της γης τους κρύφτες μισέβεις, και σε θλιβερή μ' αφίνεις λύπη εμένα, έρμα νια χήρα· και μικρός ο γιος μας έτσι ακόμα που εγώ κι' εσύ γεννήσαμε... που πια καλό από σένα, 485 Έχτορα, δε θα δει αφού πας, μήτε κι' εσύ από κείνον .. . γόι το παιδάκι μου! που πριν στα γόνατά σου απάνου 500 μεδούλι μονάχα έτρωγε και τρυφερό θρεφτάρι, κι' η νύστα σα μου τόπιανε και ξέχναε τα παιχνίδια, τότες σε στρώμα μαλακό στην αγκαλιά την βάγιας κλιούσε τα μάτια με καρδιά κάθε αγαθό γιομάτη· έρμο όμως τώρα ολάρφανο πολλές θα πιει ίσως πίκρες, 505 ο Μοναφέντης που τον λεν όλοι, γυναίκες κι' άντρες, τι μόνος του διαφέντεβες το κάστρο εσύ, καλέ μου . . . εσύ π' αλάργα από γονιούς μπροστά σ' οχτρών καράβια σκουλήκια τώρα θα σε φαν, αφού χορτάσεις σκύλους γυμνός· και θα σου καίτουνται τα ρούχα μες στον πύργο, 510 ψιλά πανώρια, πούφτιασαν των γυναικώνε χέρια . . . Μα αφτά όλα θαν τα κάψω εγώ, αχ δίχως όφελός σου, που σάβανο σε νεκρική φωτιά δε θα σου γίνουν513

Ύστερα ένα χαμόγελο άνθισε στα χείλια της. — Τόσον ωραία, θα τρελλαθή όταν ιδή αύριο ο βασιλιάς τη βασίλισσά του... Άνοιξε ένα ασημόχρυσο κουτί κ' έκρυψε μέσα το πολύτιμο πετράδι. Και μ' ένα χαρούμενο τραγουδάκι άρχισε να βγάζη τα πλούσια φορέματα, νοιώθοντας τα βλέφαρά της να βαραίνουν από μια γλυκύτατη νύστα. Σε μια γωνιά της κάμαρης ήτανε πεταμένη η μεγάλη κερένια κούκλα.

Κι' αυτή μου είπε κοκκινισμένη στο πρόσωπο: — Μ' είχε συνεπάρει . . . κάποια συλλογή ... η πρωινή νύστα, . . . το ξημέρωμα . . . ξέρω κ' εγώ . . . το τραγούδι σου . . . Δεν είπεν άλλο. Χαμήλωσε και τα μάτια. Ούτ' εγώ μπόρεσα να την τηράω περισσότερο κατά πρόσωπο γιατ' ο λόγος της τούτος άναψε θέρμη μες τα μελίγγια μου.

Όταν έφθασαν εις το Κάστρον και εισήλθον εις τον Ναόν του Χριστού, τόσον θάλπος εθώπευσε την ψυχήν των, ώστε αν και ήσαν κατάκοποι, και αν ενύσταζόν τινες αυτών, ησθάνθησαν τόσον την χαράν του να ζώσι και του να έχωσι φθάσει αισίως εις το τέρμα της πορείας των, εις τον ναόν του Κυρίου, ώστε τους έφυγε πάσα νύστα και πάσα κόπωσις.

Οι πέπλοι των ακινητούσαν στον αέρα. Η ψυχή των δεν πρόφτασε να γευτή το φαρμάκι που λέμε ωραίο. Τότε, εσύ που είχες στα χείλη σου τη νικοτίνη τόσων αντρών, τη γεύσι τόσων σπασμένων ποτηριώνεσύ που τα ήξερες όλα και το κακό δεν μπορούσε νάνε μπροστά σου παρά μια παληά ιστορία που φέρνει νύστατότε

Θαρρεί κανείς πως ψάχνει να βρη τον τάφο του, για να κοιμηθή για πάντα, για πάντα. Είναι η νύστα του θανάτου. ΦΛΕΡΗΣΔεσποινίς Βέρα, για όνομα του Θεού! ΒΕΡΑΑλήθεια! Με συγχωρείτε. Δεν μπορώ ναφίσω την κακή αυτή συνήθεια να βλέπω τα πράματα. . . Και είναι τόσο μαγευτική βραδυά. Ας καθήσωμε εδώ. Όπου νάναι θάρθη και ο γιατρός. ΦΛΕΡΗΣΑνυπομονείτε νάρθη ο γιατρός; Πλήττετε μαζή μου;

Όλη νύχτα επάλαιβα με τις τρόμπες και ούτε κόπο εκατάλαβα, ούτε κρύο, ούτε νύστα, ούτε τίποτα. Πείσμα μόνον φοβερό, που έλεγα πως ήμουν ικανός να καταπιώ τα πέλαγα. Επατούσα την τρόμπα κ' ενόμιζα πως έβγαινεν άμπουλος το νερό. Μόλις όμως επλάκωσε η ημέρα εκόπηκαν τα ήπατά μου.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν