Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 3 Ιουνίου 2025
— Τι δουλειά να πιάση; επίμενεν εκείνη κλαίοντας. Μπορεί να κάμη άλλη δουλειά ο ναύτης; Ζη το ψάρι όξω απ’ το νερό; Θέλοντας και μη τον έβαλε καπετάνιο στην «Παντάνασα» τον Δρακόσπιλο. — Τήραξε, μωρέ Θύμιο, του είπε πικρογελώντας όταν τον αποχαιρετούσε στην ανεμόσκαλα· τήραξε να μη το κάμης μαδέρια και τούτο. — Αν δεν έρθη το μπάρκο δεν θα 'ρθώ κ' εγώ· απάντησεν εκείνος.
— Ποιους ζευγάδες; ρωτάει ο Παναγής σαστισμένος. — Αυτούς που θα τονε σπείρουν τον Κωσταντίνο σου, μωρέ κούκκο! Έτσι μονάχα φυτρώνουνε Βασιλόπουλα δίχως να σπείρης αίμα; Άνοιξε τότες ο ουρανός και του έδειξε την αλήθεια του Παναγή Καλογιάννη. Χρόνια το προφήτευε πως θα φυτρώση ο Κωσταντίνος, μα παρέκει ο νους του δεν πήγαινε. — Καλά, έρχουμαι, του λέει.
— Εγώ, μωρέ, φοβήθηκα; Εγώ φοβήθηκα τη φουρτούνα; Απάνω στ άλμπουρο δε με είδατε, μωρέ; Δεν ανοίξατε τα στραβά σας να με ιδήτε; Τι σκούζετε το λοιπόν σα λυσσασμένα;
Ο Μόχογλους άγγιξε τη μπιστόλα και τούπε: — Δε θες; Καλλίτερος είσαι συ, γκιαούρη, από 'μένα πούμαι Τούρκος; — Όι, αγά. — Αι, να πης και γλίγωρα τση μπιστόλας, γιατί ανημένει. Και την ίδια στιγμή τράβηξε τη μπιστόλα. — Ό,τι θες, αγά. Ό,τι ορίζεις. Δικός σου είμαι. Χωρίς να βάλη στη μέση τον τη μπιστόλα, ο Μόχογλους τούπε: — Έβγα σαυτονέ τον τράφο, μωρέ!
Κι' αυτός ανεβασμένος στο σπίτι για να πιή το ρακί ύστερ' από τ' ολόβολο μεροδούλι του, ακούμπησε στο παραθύρι για λίγο, και κυττάζοντας από κει τα βουνά απάνου ντυμένα με τη βασιλική τους πορφύρα, ξεχάστηκε αγάλια αγάλια. Ξάφνου γροικάει στην αυλή φωνή. — Μάνα, . . . πούνε ο Λάμπρος; Ήτον η φωνή του παιδιού του, μισοκομένη φωνή, βγαλμένη απ' τ' αλαφιασμένα στήθια. — Τ' έπαθες μωρέ Φώτο;
Αυτό το πανί, μωρέ παιδί μου, το λένε Αράπη. Γιατί μαυρίζει από τον καΰμό του, σαν ανοίξη. Όλα τα στοιχεία το χτυπάνε. Το χτυπά ο αγέρας, το χτυπά η θάλασσα, το χτυπά το χιόνι, το χτυπούν οι κεραυνοί, τόσα άγρια δόντια να το φάνε. Πώς να μη μαυρίση το καϋμένο! Είνε να πούμε η σημαία και το σάββανο του καραβιού. Ή θα γλυτώση το καράβι και θα γείνη σημαία του, ή θα χαθή και θα γείνη σάββανό του.
— Μωρέ ναύτες που τους διάλεξα! εμουρμούριζεν εκείνος· ένας κ' ένας· Να χαθούν δε βρίσκονται σ' όλη τη γη!... Αμ δεν πάτε, καϋμένοι μου να φορέσετε φουστάνια! — Μα τι θες να κάνουμε; του λέγει ο Κράπας. — Τι να κάνετε; να παλαίψετε, μωρέ· να παλαίψετε! Σ' άρπαξε από τα πόδια ο Χάρος; πιάσε τον από το λαιμό... Θα σε πάρη — να σε πάρη παληκαρίσα. Όχι να σταυρώσης τα χέρια και να παραδοθής!
— Πίσω μου, διάολε!... έλεγε ο μαυροκαπετάνιος. — Μωρέ το κεφάλι μου κόβω, πως δεν είνε πουλί αυτός ο πειρασμός· είπε μια στιγμή ο Μπαρμπατρίμης· πιάσε, λέω, την τσάγκρα με το ζερβί να μη στην πάρη... Δεν ακούς μια ώρα τόρα το σκυλί πώς γρινιάζει!
Μέσα στα μπουγάζια της Πόλης μια νύχτα, χαλασμός κόσμου, που μας είχε πάει η ψυχή στα δόντια, πέσαμε δίπλα σ' ένα μπάρκο. Από λίγο να τρακάρουμε! Μπήξαμε τις φωνές: «Όρτσα, μωρέ σκυλιά, θα μας τσακίσετε»·. Πού άκουγαν αυτοί! Καταπάνω μας. Περάσανε ξυστά δίπλα μας. Θεέ μου, τι ήτανε αυτό που είδανε τα μάτια μας!
Δεν εφοβήθηκες, μωρέ, το Θεό! τη θάλασσα δεν εφοβήθηκες! Μα έχω τις ελπίδες μου!... Θάλασσα, μωρέ, αν είνε θαν το δείξη, αργά — γλήγορα!... Είδα κ' έπαθα ώστε να τον ησυχάσω. Τέλος επήρε να νυχτώνη και κακά σημάδια άρχισε να δείχνη ο καιρός. Ο ήλιος εβασίλεψε μαραμένος πίσω από τη Σίφνο. Τα ουρανοθέμελα εσκούραναν και οι χαμηλές στεριές άσπρισαν γύρω σαν κιμωλία.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν