Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 3 Ιουλίου 2025


— Τ' έχουν τα χείλια σου, Ζαχιά, κ' είνε βαθιά βαμμένα; Μην έφαες χαμοκέρασα, μην έφαες βάτου μούρα, Μην τάβαψες με τη βαφή που βάφεις και τ' αρνιά σου: — Ουδ' από χαμοκέρασα, ουδ' από μούρα εβάψαν, Ουδ' από εκείνην τη βαφή που βάφω και τ' αρνιά μου. Ακούστε με, μωρέ παιδιά, να σας το μολογήσω.

Εις το σπίτι με τους τρεις τοίχους επήγε πράγματι να κοιμηθή την νύκτα ο Πάπος. Το κενόν το οποίον άφηνεν ο τέταρτος τοίχος εφράττετο εν μέρει με έν παλαιόν καραβόπανον, το οποίον της είχε χαρίσει άλλος πάλιν γείτων. — Κ' εβάσταξε η ψυχή σου, μωρέ, να μην πας με τον πατέρα σου, που σε ήθελε; είπεν η Σειραϊνώ, άμα ούτος κατεκλίθη τυλιχθείς εις πάλαιαν τριμμένην βελέντζαν.

Εγώ, μωρέ, είμαι φτωχός, μα δεν κουνώ την ουρά μου κανενός για να μου δώση να φάω· τη δεκάρα την παίρνω με το σπαθί μου, με το άστε-ντούα.... Ου! να χαθής, παλιοζάγαρο, πρόστυχε, ξιππασμένε! — Πού ήσουνα, βρε Σακκουλέ; τον ηρώτησε κάποιος εκ των περιφερομένων εις την πλατείαν. — Ήμουν εξορία, απήντησεν ο επαίτης με σοβαρότητα πολιτικού εξορίστου. Φέρε τώρα μια δεκάρα! — Και ποιος σ' εξώρισε;

Μα ο υποναύκληρος τόρα με την παλαιά του συνήθεια, εσηκώθηκε Ποσειδώνιος και αλύγιστος, τα μάτια του εσπιθοβόλησαν από θυμούς και φοβερίσματα και με την αρβανίτικη προφορά του κομματιαστή και βαρειά και συρμένη εγύρισε και είπε: — Μωρέ, άιντε πορ!.. Εσείς να πάτε να βυζάχτε γάλα κ' ύστερα ναρθήτε να μιλήστε μεταμένα.

Άιντε, μωρέ πλιάκ' ιντερμπούαρ! — Όλ' αυτά ακουστά τάχω, μωρέ παιδιά μου, πως τα λεν τα χαρτιά και τα στόματα των παλιών. Ακουρμαστήτε και τούτο που ο ίδιος με τα μάτια μου το διάβασα.

«Άιντε, μωρ' πλιάκ' ιντερμπούαρ, κου ιντέ γκιθ! Και πέρασαν ένας ένας και φίλησαν αραδαριά το Γεροκαλαμένιο 'ςτ' ασπρόμαλλο κεφάλι, λέγοντάς του μ' εγκαρδιακό πόνο και με τρυφερό καϋμό, που τον έδειχναν ολοφάνερα τα βουρκωμένα μάτια κ' η χαρούμενη μορφή τους: — Γιέμε βλέζερ, μωρέ πλιακ, λέτε γιέμε νγκα ντου μπέσ', — ε λένε θόνε τσε ντούαν γκόλιλιτε βρομέψουρα τα χασ μεβέ.

Τέλος ανοίγει τον Αράπη. Κι' αμέσως, μωρέ αδέρφια, εστάθηκετα πόδια της η σκούνα. Μέσατην νύχτα καιτην χιονιά ένα πράμα σαν σημαία σαν σάββανο φάνταξε μπροστάτην πλώρη. Ήτανε ο Αράπης. Ο Παπα-Δράκος τον εκαργάρισε, τον εστερέωσε καλά κ' έτρεχαν τα νερά από πάνω του σαν κλάματα, της σκούνας τα κλάματα. Το καράβι ανάσανε αμέσως. Εκεί που ήτανε γονατισμένο, ξαναεσηκώθηκε πάλι.

Λέξη Της Ημέρας

χαίνω

Άλλοι Ψάχνουν