Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 3 Ιουλίου 2025


Κι' αν γεννιώνταν, ποιος θα να μας το φανέρωνε; Στον συγνεφιασμένον μας ουρανό δεν θα νάτουν βολετό να 'δούμε ποτέ τ' αστέρι που τώδειξε μια φορά στους Μάγους. Τα σήμαντρα δεν θα μας το διαλαλούσαν, κι' οι κράχτες δεν θα μας το φώναζαν. Η εκκλησιές μας ήταν κλειστές και στα 'κονίσματα των σπιτιών μας ετοιμαζόμασταν για να πούμε την δέησή μας. «Κλάψτε, μωρέ καϋμένοι Χριστιανοί

Η συζήτηση για τη μόρφωση του κύκλου έπερνε δρόμο. — Ο ναύαρχος έδοσεν ένα σήμα ότι φτάνει, και το «έρχομαι εσπευσμένως» το «ως» τόγραψες με όμικρον. — Από τη βίαση μου μωρέ λάπαθο. — Βέβαια, ήσουνε και συ ε σ π ε υ σ μ έ ν ο ς. Φύυυσα!! Ο άλλος απάντησε κατακόκκινος στον πρώτο: — Το νου σου και θα σε κουτουλήσουνε, βρε! — Τι; — Οι οξείες, οι βαρείες και οι περισπωμένες.

Δεν ξεύρω πώς επήγα στην πρύμη και βλέπω τον καπετάν Μπισμάνη γονατιστόν πίσω στο τιμόνι να κλαίη και να μύρεται σαν γυναίκα. — Τ' έχεις, καπετάνιε, τ' έπαθες; τον ρωτάω. — Αχ, μωρέ παιδί! λέγει στενάζοντας· μ' οργίστηκε ο Θεός!... Ο κακομοίρης εχάθηκε, φτωχός άνθρωπος!... Γυρίζω κατά τα Κοκκινάδια.

Τόσο, που τη νύχτα εκείνηακοίμητη νύχτααναπετάχτηκε μιαν ώρα από το κρεββάτι, έκαμε ένα τσιγάρο, και πίνοντας το ανάκραζε ολομόναχοςΜωρέ στο διάβολο, και να γεννιούμουνα μπούφος! Όσα τούψελνε αυτή την πρωινή η Μιχάλαινα, κι ακόμη πιο χερότερα, τα είχε πωμένα ο ίδιος του εαυτού του χίλιες φορές αποβραδίς κι απονυχτίς.

Ημέραν τινά, ο καπετάν-Παρμάκης, πίνων το πρωινόν τσίπουρογια της πρώτες χολέςλέγει κρυφά προς τον Γιωργή της Θασίτσας. — Ξέρεις τίποτα, μωρέ παιδί μου; Θα του τα πάρω τα δέκατα, μωρέ Γιωργή μου! — Του κυρ-Δημάκη; — Του κυρ-Δμάκη! Ο Γιωργής της Θασίτσας ήρχισε να γελά. — Γιατί, μωρέ παιδί μου, γελάς; Γιατί, μωρέΓιωργή μου; — Του κυρ-Δμάκη; Ηρώτησε πάλιν ο Γιωργής της Θασίτσας, θαυμάζων.

Είχε μάλιστα και μια γρατζουνιά στη μύτη. — Τι έπαθες; τον ρώτησε η Ελπίδα, τρέχοντας φοβισμένη κοντά του. — Τίποτα, δεν είνε τίποτα. Μα τι κόσμος, μωρέ παιδιά, τι κόσμος!... να μη θέλη ν' ακούση το συμφέρον του! — Τι σου συνέβη; τον ρώτησε κι ο Δημητράκης από τη θέση του. — Να, εκείνος ο παλιάνθρωπος ο Κουρδουκέφαλος.

Ο Δημητράκης χάλασε ανυπόμονα τις σφραγίδες του, έκοψε τα δεσίματα, έσκισε το τύλιγμα κ' έβαλε τις φωνές. — ΕλπίδαΕλπίδα· έλα να χαρής. — Τ' είνε; τι τρέχει; τον ρώτησε κείνη ανεβαίνοντας τη σκάλα. — Ο Αλαμάνος μας στέλνει το βιβλίο του· να το. Μωρέ το σκυλί! πότε το κατάφερε κιόλας! Κ' έδειξε στην κόρη ένα μεγάλον τόμο από δυο χιλιάδες σελίδες σχήμα όγδοο.

Και καθώς έκανε το σεργιάνι του, στεκότανε και μπροστά στον τάφο του Λαζαράκη. Περνούσαν ο κόσμος και διάβαζαν στο μάρμαρο: «&Εδώ αναπαύεται εν Χριστώ ένας καμπούρης&». Έπειτα γυρίζανε κατά τα άλλα τα μνήματα κι' αρχίζανε τα γέλια : «Όλοι τούτοι οι άλλοι στην αράδα, θα ήσαν ίσιοι στη ζωή τους, μωρέ μάτια μουΉρθε η νύκτα και το χωριό, σα μια ψυχή, γλυκοκοιμήθηκε στην πλαγιά του βουνού.

Και χτύπησε το αδειανό του ποτήρι στο τραπέζι, σκουπίζοντας με το ζερβί του τα δασά του μουστάκια. — Καλά, Μαστρο-Ρήγα! έκανε πειραγμένος ο Γιάννης. Με συμπαθάς... Σα με πήρες για παλαβό, που δεν ξέρω τι λέω... Ο Ρήγας του Μαθιού χαμογέλασε πρόσχαρα. — Σαν το θέλης, μωρέ μάτια μου, έτσι είναι.

Τέλος μου δίνει μια και με ξαπλώνει τ' ανάσκελα στο κουτρούλι. Κ' έκαμα ώρα για να σηκωθώ από κει!... Τι μου λες τώρα του λόγου σου; — Ε! δε λέω πως είμαστε στα νιάτα μας· είπε η γριά χασκογελώντας για το πάθημα του γέρου. Μα όχι πως μας πλάκωσε κι ο Χάρος. — Μωρέ σαν έρθη, καλώς νάρθη· θαρρείς πως τον φοβάμαι; Τι θ' απογίνη το κορίτσι συλλογέμαι. Βλέπεις, ο Χαγάνος ούτε ρωτάει πια για δαύτη.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμβαλλόμεναι

Άλλοι Ψάχνουν