Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 3 Ιουνίου 2025


Ρήνα μου, Κατερίνα, μη φαρμακώνεσαι, σου δίνω το βοτάνι.... Είτα εμονολόγει επί ώραν πολλήν, ολίγας δε απεσπασμένας φράσεις κατώρθουν ν' ακούουν οι γείτονες. — Μωρέ κόσμος, ντουνιάς!... μπεκιάρης, σου λέει ο άλλος...

Εκύταζε το πουλί και δεν έπαυε να μουρμουρίζη σαν αδικοτυρανισμένη και πολύπαθη ψυχή: — Φτου! σε ξορκίζω με τον απήγανο. πειρασμέ! Τι θες μωρέ από μένα, άθεε!... Φεύγα αποπάνω μου και μη με κολάζεις. Άσε με, φαμελίτη άνθρωπο να βγάλω το ψωμί μου!...

Και ο άνθρωπος εκείνος, αιφνιδίως ανατιναχθείς, παρουσίασε γιγάντιον ανάστημα, και ώρμησεν εναντίον του αναφωνών: — Ακόμη, μωρέ, θα σ' έχω να ζης! Ο Σμυρνιός ανεγνώρισε τον Πατούχαν προλαβών δε με αστραπιαίαν κίνησιν του έρριψε κατά πρόσωπον το καπότο του· και επωφεληθείς την στιγμιαίαν σύγχυσίν του, του έδωκε λάκτισμα εις τας κνήμας το οποίον τον ανέτρεψεν.

Μωρέ! φώναξε ο Χαγάνος, ανατριχιάζοντας από κείνο το κύτταγμα. Πίστεψε πως βρέθηκε πίσω, σε καιρούς που έμαθε από παιδί να τους φοβάται.

Σε ποιον να πη τον πόνο του; Άλλος καμπούρης δεν ήταν στο νησί. Τον έτρωγε το μαράζι τον Λαζαράκη. Συχαινότανε όλους τους ίσιους ανθρώπους. Κι' αν βρισκότανε κανένας να του πη: «Μωρέ θέλεις, Λαζαράκη, να σε κάνω ίσιο σαν τη λαμπάδα, να μη σε περγελάη ο κόσμος;» — «Όχι, αδελφούλη μου, θα του έλεγε.

Σ' άκουσα πολλές φορές να το λες όξω που βγαίναμε τες ηλιοφανιές κι' έβλεπα να νοτίζουν από δάκρυο τα ματόφυλλά σου όντας έλεες και ξανάλεες με θλιβερό σκοπό το πικρό γύρισμά του: «Κλάψτε, μωρέ καϋμένοι ΧριστιανοίΉρθε καιρός τώρα οπού το μοιρολόι και τ' απόφωνο τούτο το λέμε και το ξαναλέμε εδώ οι Χριστιανοί όλοι. Το λέμε και κλαίμε όλοι με πυρωμένα δάκρυα.

Αργοπατούσαν και τρίκλιζαν κι αγκομαχούσαν κάθε λίγο από το βάρος της σανίδας τα παλληκάρια. Ο ίδρωτας όμπριζε στα μέτωπα τους· μα την ήθελαν τέτοιαν αγγάρεια. Γύρω τους άλλα παλληκάρια, της δουλειάς και της ταβέρνας παιδιά, ακολουθούσαν προσεχτικά, έτοιμα να πάρουν τη θέση τους. — Κύριε λέησον, μωρέ παιδιά!... ακούεται βροντερή φωνή.

Κι ο Γεροκαλαμένιος μας αράδιαζε κομμάτια από τα πολλά του Σκεντέρμπεη. Μας έλεγε : — Πριν γεννηθή ο Σκεντέρμπεης, μωρέ παιδιά, η μάνα του, η βασίλισσα της Αρβανιτιάς, ωνειρεύτηκε πως θα ν' αποχτούσε θεριό ανήμερο κι ανυπόταχτο. Και σα γεννήθηκε, από τα μικρά μικρά χρόνια παιγνίδια του ήτανε τ' άρματα.

Η νιόνυφη, ζωηρή κι ανοιχτόκαρδη γυναίκα, δοκιμασμένη στα τέτοια γλυκοξυπνίσματα της αυγής στο νυφιάτικο στρώμα της, δείχνονταν περίχαρη και δεν άφινε κλωθογύρισμα δρόμου που να μη γυρνά και να μου πιδοκιμάζη με χαμόγελο την επιτυχία του καλού τραγουδιού. Μα η δασκάλα. . . . μωρέ τσιμουδιά, η σκληρή.

Έμεινεν εκεί με τα κεφάλι σκυμμένο· έπειτα μου είπε: — Κακοσημαδιά, μωρέ παιδί· μεγάλη κακοσημαδιά!... Είδες το άτιμο να πάρη τα ζερβά!... Αν πετούσε δεξιά θα είχαμε καλό ταξείδι· μα τόρα κακά σημάδια. Ή σε μας ή στο σπίτι κάτι κακό θε να γένη!... Κ' εγώ εκείνη την ώρα τα ίδια εσυλλογιζόμουν. Η κουκουβάγια λέγουν πως ήταν αδερφή των οχτώ παιδιών και του Κωσταντή.

Λέξη Της Ημέρας

καρποφόροι

Άλλοι Ψάχνουν