Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 3 Ιουνίου 2025
Τον είδα να τεντώνη τον λαιμό εδώ κ' εκεί, να κινή τις φούντες σαν φιδόγλωσσες, λέγεις κ' εζητούσε κάτι στα νερά και άξαφνα με ορμή να κουλουριάζεται και να φωλιάζη μέσα στα σύσκοτα. Ο τρίτος όμως σταχτόμαυρος, χοντρός σαν κορμός πλατάνου χιλιόχρονου αφού ερούφηξε κ' επρίσθηκε καλά, εταλαντεύθη κ' εβάδισε θεότρομος όγκος καταπάνω μας. — Κάτου μωρέ! κάτου! ακούω φωνή βραχνήν από το κάσαρο.
Και αυτός ο κρεοπώλης παραιτήσας την εργασίαν του ήρχισε να βαρή την σάλπιγγα εν μέσω ευφυολογιών και γελώτων των παρισταμένων. — Όρτσα, καπετάν-Κωνσταντή, εκραύγασέ τις. — Μη μωρέ, και κάμει καμμιά αναποδιά και είνε τρικυμία, απήντησεν έτερος.
— Μπρε το ζηλιαρόκατο! είπεν η μάνα μου, πούτον με τις άλλες γυναίκες. — Όι, τη μούρη σ' αγαπά! είπε μια ξαδέρφη μου. Μωρέ νιός και θέλγει κιαγαπητική! Εγώ πλησίασα πεισμωμένος και κτυπώντας τους γρόθους μου τον ένα στον άλλο, είπα στη ξαδέρφη μου: — Ναι, ναι, εμέν' αγαπά. Α δε σ' αρέσω σένα, του Βαγγελιού ταρέσω. Μου το λέει αυτή κείντα λες εσύ δεν τακούω.
Ξεμύτισαν απάνω στη ράχη· να, και κοντοζύγοναν φαίνουνταν από τη μέση κι απάνω καμμιά οχτακοσαριά σκυλιά στην αράδα. Πυρ ταχύ!, φωνάζω. Κάθε μολύβι και στο κρέας· δεν είχε. Τα σκυλιά ίσια απάνω μας φωνάζοντας. Τι λένε μωρέ; κάνω στον Καρατζίκο τον Λία απ' τη Φθιώτιδα, πούξερε τούρκικα, τι λένε μωρέ; Τάχε χάσει το παιδί Τι λένε μωρέ και χαθήκαμε; Τίποτα!
Έπειτα ο Σαϊτονικολής, όστις δεν ηδυνήθη να μη γελάση όταν είδε την σύζυγόν του εγειρομένην επιπόνως, μορφάζουσαν και κρατούσαν έτι την λαβήν του θραυσθέντος δοχείου, επλησίασε προς την μεσόθυραν κεφώναξε προς τον Μανώλην: — Εδαιμονίστηκες, μωρέ; — Με τση δαιμόνους που κάθεσαι και του λες!... είπεν η σύζυγός του.
Ωργίζετο μόνον κατά τας εκλογάς, αλλ' όχι πλέον κατά των ανέμων και των κυμάτων, αλλά κατ' άλλων, εμψύχων στοιχείων, του κόσμου, κατά της απάτης, του δόλου και των μηχανών, κατά των αντιπάλων του, καθ' εαυτού, κατά του Γιωργή της Θασίτσας, όστις τω υπέδειξε τας τρικυμίας της ξηράς: — Μα όχι πάλιν τέτοιες φουρτούνες, μωρέ παιδί μου, μωρέ Γιωργή μου!
Κάποια ελπίδα μέσα του ανάτειλε· στον νου του κάποιο λιμάνι ήσυχο και φιλόξενο εζωγραφίθηκεν αυτόματα. Στην άγρια πέτρα επάνω η ψυχή μόνη της εμάντεψεν αγκαλιά μητρική και καλόγνωμη. Το τρεχαντήρι εδιάβηκεν από την Καβοκαμήλα, ελόξεψε στον άνεμο κ' έπειτα έσυρε γραμμή καταπάνω στη στεριά. — Τι κάνεις αυτού μωρέ! αγριοφώναξεν ο καπετάνιος. — Στο λιμάνι πατέρα μου· εκεί είνε πόρτο.
Τόρα ο διάβολος άρχισε να ξυή το αυτί του. Μωρέ, λέγει, και άλλο μασκαραλίκι να πάθω! Γιατί ναι πειράζει τους ανθρώπους συχνά· μα κ' εκείνοι κάποτε του σκαρώνουν δουλειές που κλειέται για μήνες καταντροπιασμένος στη φωλιά του. Μια φορά έρριξαν στον δρόμο μια σκούφια Κεφαλλωνίτικη κ' έσπασε το κεφάλι του για να καταλάβη τι είνε.
Και όμως δεν έπαυεν ακόμη ο σκοτωμός. Η δίψα του αιμάτου όσο επήγαινε όλο εμεγάλωνε. Ίδιοι οι καπετάνοι άρχισαν να αισθάνωνται κάποιο άφαντο χέρι να τους σπρώχνη μέσα στον όλεθρο και δύο — τρεις φορές ασυλλόγιστα έφεραν το χέρι στο στυλέτο κ' εγλυκόσυραν τη μισή λάμα έξω από το θηκάρι της. Μα εκρατήθηκαν. — Μωρέ σκυλιά, τι κάνουμε! είπαν αναμεταξύ τους.
Η Κυρά Ρήνη διέκρινε τότε μακράν δύο παιδία, έχοντα εις χείρας τα σάνδαλά των και φεύγοντα το έν παρά το άλλο προτροπάδην. — Μωρέ! γυρίστε πίσω καταραμένα! εφώναξε λυσσαλέα. Αλλά τα παιδία εις την φωνήν ετάχυνον έτι περισσότερον το βήμα, ως πρόβατα εις την ωρυγήν λύκου. — Αν μου γλυτώστε, να μη με ειπούν μάνας γέννα! είπε τρέμουσα εκ του θυμού.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν