Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 3 Ιουλίου 2025


Με τον ερχομό της νύχτας η βροχή κάπως ξέκοψε. Μα ο ουρανός είνε πάντα κρυμμένος στα σύγνεφα, λες και θρηνάει κι' αυτός τα μαυρισμένα μας Χριστούγεννα. Όσο σφίγγει το σκοτάδι, τόσο απλώνεται η ερμιά στην πόλη μας. Ως πώφτακεν ώρα οπού τα Γιάννινα ώμιαζαν κοιμητήρι, κι' ας είμασταν ζωντανοί όλοι στα σπίτια μας, κι' ας είμασταν ξύπνηγοι όλοι. Νεκρίλα, μωρέ αδερφέ, νεκρίλα απέραντη η νυχτιά τούτη.

ΕΡΩΣ. Περιπατεί εις τον κήπον κατά τούτον τον τρόπον, ποδοπατών τους ενώπιον αυτού σχοίνους, φωνάζων: «Μωρέ Λέπιδε» και απειλών να κόψη τον λαιμόν του αξιωματικού του εκείνου, όστις εδολοφόνησε τον Πομπήιον. ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Τα μεγάλα μας πλοία εξωπλίσθησαν... ΕΡΩΣ. Διά να αποπλεύσουν εις την Ιταλίαν εναντίον του Καίσαρος.

Δεν ήθελε με το καλό; Τότε θα την έπαιρνε με το στανιό. Την ήρπασεν από την οσφύν και την ανύψωσεν ως παιδίον. Και ήτο έτοιμος να την θέση ως δοκόν εις τον ώμον του και να διευθυνθή προς τα βουνά, αλλά την τιτανικήν του απόφασιν ανέκοψε δυσάρεστος εξαφνισμός. — Μωρέ άτιμε Πατούχα! ... εβρυχήθη από τον φράκτην φωνή γνωστή.

Μα ξέρεις τι θα πη κυρ-Δμάκης; Τον γνωρίζεις τον κυρ-Δμάκη; Ξέρει εκείνος, καπετάνιο μου, να λογαριάση και τα φύλλα της εληάς ακόμα! — Μωρέ, παιδί μου, σε θέλω νάσαι έξυπνος άνθρωπος, μωρέ Γιωργή μου. Εσείς άλλο από το τσίπουρο δεν ξέρετε. Και ροφήσας ακόμη ένα ποτήριον, εξηκολούθησεν: — Εγώ μονομιάς σας έμαθα όλους, τάμαθα όλα κιόλας. Είνε το μόνον μέσον για να πάρουμε την εκλογή.

Και διακόπτων η Νεροφίδα την διήγησιν, μοι λέγει: — Το βλέπεις, μωρέ παιδί μου, το βλέπεις εκείνο το πανί μπροστάτην πλώρη, το μέσα φλώκο, πού είνε θηλυκωμένοτο πλωριό κατάρτι; Δεν μου λες, τανοίξαμε αυτό ψες; Αυτό, μωρέ παιδί μου, ανοίγει μονάχα, όταν όλα τα άλλα είνε καταιβασμένα. 'Σ τον μεγαλείτερο κίνδυνο, να πούμε. Τότε το καράβι μονάχα, με το πανί αυτό, παραδέρνει μισορρουφισμένο.

Και πέρα βαθειά, στο σκοτάδι μέσα, άστραψε γοργά, άσπρισε η θάλασσα και τα πανιά μας, κεραυνός εχύθη χαλκόστερνος και τρανταχτός. Άτρομος απαντούσεν ο δαίμονας στον ψώφιον αλλαλαγμό μας. Απελπίστηκα. — Το γουρούνι μωρέ! τι το φυλάτε το γουρούνι! εφώναξα. — Δε σκούζει, καπετάνιε! μου λέγει ο Μπίρκος. Τρέχω κοντά το κλωτσάω, το σπρόχνω, τραβώ τις τρίχες, του ξεριζώνω τ' αυτιά. Τίποτα.

Ου, πράμα που ήθελα λιμπιστώ! Πως με γέλασες μοναχά και μπερδεύτηκα μαζί σου χωρίς να το καταλάβω. — Σε γέλασα ή με γέλασες ; Εσύ, μωρέ, φαρομανούσες από μικρή. Δεν είσουνα δέκα χρονών και γύρευες άντρα. — Καλάκαμα! έτσ' ήθελα! είπε πεισμωμένη η γριά. Μην ήθελες να είμουνα σαν εσένα τον αχμάκη; — Αχμάκηςξαχμάκης, δούλεψα όσο μπόρεσα.

Την στιγμήν εκείνην άλλως προσείλκυσε την προσοχήν αυτού και των άλλων η εμφάνισις ενός Τούρκου, όστις πρωί πρωί είχε παραβή την εντολήν του Μωάμεθ, και κλονούμενος διήρχετο την αγοράν, προσπαθών εκ διαλειμμάτων να λάβη στάσιν ηρωικήν. Εις εκάστην δε τοιαύτην απόπειραν, ανεφώνει με υποτραυλίζουσαν φωνήν: — Είμαι άντρας εγώ, μωρέ!.. . παλληκάρι! ... Μα το νούρι του Μουχαμέτη, είμαι και φαίνομαι.

— 'Σαν τον ξέρεις τον μπούσουλα, βρε Γιαννάκη, πες μου τώρα πού έχουμε πλώρη; Προσέθηκε μετ' ολίγον ο πλοίαρχος, σβύσας διά της μολυβδίδος αριθμούς τινας και σημειώσας άλλους. — Να, γραίγο κάρτα τραμουντάνα! Απήντησε μετά ετοιμότητος αυταρέσκου ο νεανίσκος, υιός του πλοιάρχου πολυαγάπητος. — Μπράβο, Γιαννάκη, μπράβο, Γιαννάκη! Εσύ μωρέ γυιε μου, τα ξεσκόλησες! Κοντεύεις να περάσης τον πατέρα σου.

Μωρέ μούτρα! είπε πάλιν η ξαδέρφη μου. — Καλλίτερα 'νε τα δικά σου; — Μωρέ, ό,τι κια λες δε σ' αγαπά. — Όι, εσέν' αγαπά! Η ξαδέρφη γέλασε: — Εμένα; Δε μου χρειάζεται η γιαγάπη τση. Από κείνη τη μέρα, για να ερεθίζουν τη ζήλια μου, μούλεγαν κάθε λίγο πως το Βαγγελιό δε με ήθελε, γιατ' ήμουν μικρός, κιότι γλίγωρα θάτρωγα τη χυλόπητα από το Γιάννη.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμβαλλόμεναι

Άλλοι Ψάχνουν