Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 3 Ιουλίου 2025


Το φάντασμα τούτο ήτο ο μεγαλείτερος τρόμος όλων των παιδιών. — Μη φοβάσαι! μη φοβάσαι! Έλεγα προς τον τρομασμένον Φαφάναν και τον ερωτούσα: — Όλα, μωρέ, σου τα πήρε το σκυλοκρέββατο; — Και το τάλλαρο! απήντησεν ο Φαφάνας, πνιγμένος μέσα εις τα δάκρυα.

Μωρέ και να μη το μυριστής τόσον καιρό πως είν' άπιστη η σκύλα; — Ποιά, βρε χριστιανέ; Η γυναίκα μου; — Αμέ και ποια άλλη, κακόμοιρε, που έπρεπε μα το Θεό, καλογερόπαππας να γίνης μ' αυτά τα μυαλά, κι όχι άντρας, κι άντρας τέτοιας γυναίκας. Έτρεμε πατόκορφα ο Δημήτρης. — Έλα στο νου σου, βρε αδερφούλη μου, τι 'νε που κάθεσαι και μου κραίνεις τώρα; Και με ποιόνα θαπιστήση κι από πού ως πού;

Κολοκύθια! απαντά ο Γιακούπ· θέλεις και τιμή και παρά, του λόγου σου; και τη σούβλα άκαη και το αρνί ψημένο; Όταν τα βρης μαζή, μου δίνεις είδησι. — Γεια σου μωρέ Γιακούπ! εσύ θα γείνης σπουδαίος άνθρωπος μια μέρα, φωνεί ένθους ο πρώην θρυαλλιδοπώλης.

Μωρέ μίλα καλά, του φωνάζει ο γέρος· στη φωτιά μέσα θα πας να πέσης; — Τι να σου πω, πατέρα μου, τη Μαριώ δε μ' αφίνεις να την πάρω ακόμα, άφησέ με να παντρευτώ τη φωτιά. Και ξεκίνησε με τα παιδιά του Κανάρη, ντύθηκε τούρκικα σαν εκείνους, και τραβήξανε για την Τένεδο. Σα γύρισε από το ταξίδι εκείνο, είτανε λυσσασμένος από τη χαρά του.

Και όμως ούτε τ' αγριεμένα κύματα που έχασκαν να μας καταπιούν, ούτε οι ατμοί που μας εστράβωναν, ούτε η παγωνιά που έπηζε το αίμα στις φλέβες, μας εβασάνιζε τόσο, όσο η λάμια που είχαμε ζωντανή μέσα μας και αλυχτούσε κ' έσχιζε με τα νύχια ίδια τα κρέατά της. Θεόστραβη, μωρέ, η πείνα εθέριζε τα σωθηκά!

Αίφνης παρέρχεται προ αυτού η νυκτερινή περίπολος της αστυνομίας, και ο οδηγός αυτής ίσταται προ του παραδόξου και δραματικού θεάματος. Τον ετρόμαξεν ίσως η εις πραξικόπημα ήδη κορυφουμένη απόγνωσις του λιμώττοντος Παρίου, η από των οφθαλμών του αστράπτουσα, ή τον εκίνησεν εις οίκτον το εις καμπύλην εκ της πείνης κυρτούμενον σώμα του. — Τι κυττάζεις, μωρέ, αυτού; — Αχ! τη μπογάτσα, αφέντη μου!

ΦΑΣΟΥΛΗΣ Εγώ, μωρέ, σιχαίνομαι περί ζωής ν' ακούσω κι' όλους τους ζώντας προσπαθώ πατόκορφα να λούσω.

Και περιέβλεπεν εαυτόν παραδόξως, θεωρών τα κατάλευκα φορέματά του και τινάσσων αυτά ως να εξεχιονίζετο. — Χιόνι και να κάμνη τόσον κρότον! Ωνειρεύετο. — Τι είνε, κολλήγα; εκραύγασε και ο ποιμήν τότε, ημικοιμώμενος από της ζάλης. — Μωρέ τουφεκιαίς πέφτουν! παρετήρησεν. Ο γέρων ήρχισε να γελά. — Αναστήσανε πλεια! είπεν ο ποιμήν.

Κανένας δεν εγλύτωσε. Μόνον ο υποφαινόμενος. Και πάλιν κ' εγώ με θαύμα. Εκεί που μ' εχτύπησεν η σκότα του κόντρα φλώκου, που εβγήκα να τον μαζέψω, μου δίνει μια να πέσωτην θάλασσα και ξεγλυστρώ, μωρέ γυιε μου, και πέφτω απάνω σ' ένα κασσόνι. Λες και μου τώρριξεν εκειδά η μάννα μου. Τρικυμία, λέει, κ' η ψεσινή!

Όρε, Ταχίρ Γιάτση! αυτού ήσαι ορέ;. . . εφώναξεν αίφνης, καταφθάσας ο Ζάχος. — Εδώγια! απήντησε βροντώδης φωνή από του εχθρικού προχώματος. — Έβγα, ορέ, να πολεμήσουμε οι δυο· τα παλληκάρια δεν κρύβουνται 'στο μετερίζι. — Και ποιος ήσαι συ, μωρέ; — Είμ' ο Σπαθόγιαννος!. . Hκούσθη βόγγος, βόγγος βαρύς ωσεί λέοντος ενοχλουμένου εν τη ραθυμία του, από του εχθρικού προχώματος.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμβαλλόμεναι

Άλλοι Ψάχνουν