Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 3 Ιουνίου 2025
Προχθές διέβαινε μία δηλιγιαννική διαδήλωσις· και κάποιος, αποσπασθείς από το πλήθος, επλησίασεν εις το πεζοδρόμιον και μου έρριψεν, ως πιστολιάν, μίαν βραχνήν κραυγήν: — Κορδόναρος! Κορδονάραρος! Και τους δεκατρείς! Εδυσκολεύθηκα ν' αναγνωρίσω τον μαχητήν του Βελεστίνου υπό τους μώλωπας, τους οποίους είχεν εις το πρόσωπον. — Τι μούτρα είν' αυτά. μωρέ; Ποιος σ' έκαμ' έτσι; — Μην τα ρωτάς!
— Άιντε, μωρέ πλιάκ' ιντερμπούαρ! — Όλ' αυτά ακουστά τάχω, μωρέ παιδιά μου, πως τα λεν τα χαρτιά και τα στόματα των παλιών. Ακουρμαστήτε και τούτο που ο ίδιος με τα μάτια μου το διάβασα.
— Ναι, έλα Γιαννιέ, πες μας! είπαν παρακαλεστικά και οι άλλοι ναύτες. — Εγώ να σας πω, ναι· άρχισεν ευθύς εκείνος ξαναβρίσκοντας την ευθυμία του· κι' αν δεν σας λέγω αλήθεια, να τον έχω αντίδικο. Τις φουρτούνες του Καβομαλιά δεν τις κάνουν ανέμοι· τις κάνουν τα στοιχειά. — Τα στοιχειά! μωρέ λόγο που μας είπες! εφώναξεν αναμπαιχτικά ο θερμαστής.
Ιδέ τας όσας είν' εκεί, και άκουσέ τας όλας, και δόσε την προτίμησιν 'ς εκείνην που τ' αξίζει· 'ς ταις άλλαις μέσα ταις πολλαίς κ' η κόρη μου θα ήναι, κι αν δεν αξίζη 'σαν αυταίς, ας μετρηθή μαζή των. Έλα μαζή μου. — Συ, μωρέ, τα πόδια σου 'ς τον ώμον, και την Βερώναν κύτταξε να πάρης δρόμον δρόμον.
Ύστερα γυρίσανε τα παιδιά το ένα στο άλλο και λέγανε με θαυμασμό: «Μωρέ είδες από τι ψήλωμα έπεσε ο καμπουράκης! Πέντε μπόγια ψήλωμα». Ο Γιαννάκης ήτανε ξαπλωμένος χλωμός κι' ακίνητος απάνω στο σανίδι. Μα και ξαπλωμένος φαινότανε περήφανος και θαρρούσες πως χαμογελούσε στα παιδιά που τον τριγύριζαν. Ήτανε περήφανος, που έπεσε από τόσο ψηλά.
Την πρώτην παρηκολούθησεν άλλη, και ταύτην άλλη, και αι βουκιαί διεδέχοντο αλλήλας ως στροφαί ηλεκτρικής δυναμομηχανής, και ο ακένωτος στόμαχος κατεβρόχθιζεν αυτάς πριν ή προφθάση καν να τας ίδη ο κατάπληκτος χορηγός της παραδόξου εκείνης ευωχίας. — Μωρέ στάσου, και θα πνιγής!
— Του κυρού σου να μην τακούς, γιατί πρέπει πως εγέρασε κ' εφιρομυάλισε. — Μα δε μπορώ, Καλιώ, είπεν ο Μανώλης, εις την ψυχήν του οποίου εγίνετο προφανώς πάλη. Εγώ τήνε θέλω την Πηγή ... αγαπώ τηνε. — Αγαπάς τηνε! ... Μα πε μου, μωρέ παιδί, είντα σ' αρέση απ' αυτή τη μουσκάρα; Τα μουστάκια τση; Δεν τηνε θωρείς πως έχει μουστάκια σαν άντρας;
Και μετά μικρόν ανάψας το τσιμπουκάκι του η Νεροφίδα, αλλά-Ιγγλέζα, επανέλαβε: — Πού να σε είχα, μωρέ παιδί μου, εδώ και πέντε χρόνια με του καπετάν Φώκα την πρωτοτάξειδη σκούνα. Φορτώσαμε κάρβουνο 'ς τον Όλυμπο για την Αλεξάντρα. Και κει που σηκωθήκαμε 'ς τα πανιά — ώρα εσπερινού — , καταιβάζει, μωρέ γυιέ μου! Θεέ Δημητρίου. Χειμώνας καιρός βλέπεις. Του Αγίου Αντρέως.
— Ο Θεός, απ' ανασταίνει νεκρούς, σα θέλη, θα τη γιάνη. Και θα τη γιάνη, γιατ' είνε άκακη και καλόγνωμη. Η μητέρα μου με κύταξε άναυδη. Έπειτα μου είπε κιο θυμός έτρεμε στη φωνή της: Θωρώ τα όσα σούπα τάβαλες απού το 'ν' αυτί και τάβγαλες απού τάλλο. Αυτή 'νε, μωρέ μπουνταλά, η γιάκακη, απού 'χει όλους τσοι δαιμόνους μέσα τση; Άκουσ' είντα σου λέω κ' εγώ.
Φούσκωσα τότενες, Λάμπρο. «Τσώπα, μωρέ βρωμόσκυλλε, του κρένω, γιατί σου τρώω το κεφάλι». Ο αγάς πιάστηκε από το μαρτίνι του. Εγώ άρματα δεν είχ' απάνου μου άλλ’ από το σουγιά και τα καληγοσφύρια των αλόγων. Χύνουμαι ίσ' απάνου του, τ' αρπάζω το τουφέκι από τα χέρια και φωτιά τώχω. Μες το ριζάφτι τον πήρε. Έμπηξε μια δυνατή φωνή κ' έγηρε κάτου από τ' άλογο.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν