United States or Falkland Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τρέχανε φυσικά στην Αθήνα όσοι νοιώθανε μέσα τους σεβασμό προς ταρχαία και λαχτάρα να μάθουν τα μυστήρια της θείας γλώσσας. Η διδασκαλία της όμως είταν τόσο αγυρτική και με δίχως ουσία, που έπρεπε μα την αλήθεια νάχη άνθρωπος σιδερένιο στομάχι κ' έξοχο καλλιτεχνικό ενθουσιασμό, για να την χωνεύη μένοντας εκεί και να μην τη συνορίζεται.

Κλεισμένοςτο χαρέμι Τ' ακούει ο Σουλτάν Μαχμούτ και ρυάζεται και τρέμει, Και τα πυκνά τα γένεια του τινάζει με λαχτάρα. Φωτιά, προστάζει και σφαγή και γύμνια και τρομάρα! Φεύγουν οι δόλιοι χριστιανοί πώς φεύγουν τα πουλιά, Όταν θολούρα τα βαρεί αλάργα απ' τη φωληά, Και μέσ' 'ςερμιαίς βαθειαίς γυρνούν και κρύβονται 'ςτά βράχια. Οι κάμποι μένουν έρημοι, καίγονται χόρτα αστάχυα.

Και τώρα : Την ερώτησεν ο Γιάννος με λαχτάρα. — Τώρα, του λέγει η Μάγισσα, ν’ αλλάξη την καρδιά της. Τίποτες άλλο δε μπορεί, παρά ο ανθός εκείνος. Που στα τραγούδια λέγεται «Βοτάνι της Αγάπης» .

Κι ανώφελα τόρα αγωνιούμαστε, και μάταια πολεμάμε να τόνε βγάλουμ' από ταγαρινά τα νύχια τους, να τόνε φέρουμε στη ζωή πάλι. Μόν' πρέπει να βιαστούμε, βλογημένοι μου, να τόνε βγάλουμ' αποδώ μέσα, και αναγκαστά πρέπει να τόνε χώσουμε μη λάχη και βρυκολακιάσει. Σ αφτά τα λόγια του παπά, κόβουν το αίμα τους οι χωριανοί και πα να χάσουν τον νου τους οι καψοχωριανές από τη λαχτάρα.

Επειδή, ποιο αγόρι ή κορίτσι μπορεί να ξεφύγη τις χίλιες μωρολογιές, νοστιμιές, αβανιές, φοβέρες ή και βρισιές που κατρακυλούν ολόγυρά του σαν πέτρες μαζί με το χείμαρρο; Σε ποιο Σκολειό δε σημαδεύεται το παιδί με τέτοια κατρακυλίσματα; Ποιος δεν έμαθε να &καταριέται& στη γλώσσα του; Ποιος δε βγάζει, το πάθος από μέσα του σα ζωντανό φείδι, τον πόνο του σα ζεστό αίμα, και σαν αχνό τη λαχτάρα του; Ποιος «Ελληνομαθής» δε θα φωνάξη ένα χωριάτικο ωχ, αν του πατήσης, ας είναι και το νυχάκι του δασκαλήσιου του τού ποδός;

Και με πόσην χαράν, με τι λαχτάρα επιστρέφει ένας εις τα παιδικά εκείνα ενθυμήματα, οπού θαρρείς ότι χύνουν νέαν ζωήν εις τας φλέβας σου, με ποίον άγιον πόθον αναδιφεί νοερώς τας σελίδας του αφθάρτου βιβλίου, οπού λέγεται μνήμη . . . Ο γέρω Αντωνέλλος είνε μία από τας αναμνήσεις αυτάς τας πλέον γλυκείας, τας πλέον παρηγόρους.

Ο άρρωστος άπλωσε άξαφνα τα χέρια του με δύναμι σαν ν' αντρειεύτηκε, άρπαξε τον Βαγγέλη απ' τον ώμο, τινάχτηκε απάνω κι' ακούμπησε πάλι στα στήθια του φίλου του, τούγνεψε πως θέλει αέρα, άνοιξε το στόμα του ν' ανασσάνη βαθειά, μα ο αέρας τούλειπε, κι' ανεβοκατέβαζε τα σαγόνια του με λαχτάρα. Η Ασημίνα τον βαστούσε από τις πλάτες αλαφιασμένη, τα δόντια της χτυπούσανε από το σύγκρυο.

Ξύπνησε τότε μέσα μου μια λαχτάρα για την περασμένη γνωριμία μας, και με τράβηξε η δυστυχία της, και θέλησα να γυρίσω να της πω να έλθει να με ιδεί όταν θέλει. Και δε γύρισα· κατέβηκα στο Γαλατά, πήρα ένα καΐκι και πήγα στο Φανάρι. Γνώρισα έναν παπά στο αγίασμα της Άγιας Βλαχέρνας· ήλθε μαζί μου· περάσαμε από το Γαλατά και φτάσαμε στο Πενταπύργιο, κοντά στον εξωτερικό τοίχο.

Ο κλήρος όμως της Αφρικής, που άλλο δεν έβλεπε παρά τη δική του ασφάλεια, έπειτα κ' η βαθιόρριζη εκείνη λαχτάρα του Ιουστινιανού να κυριέψη τη Δύση, τον άναψαν πάλε και ξαναπήρε την πρώτη απόφαση. Αρχίζουν οι τοιμασίες, και για να μην αφήση τίποτις μισό, μόλις στα 533 ξεκίνησε ο στόλος.

Και τη λαβωματιά ο γιατρός θα πιάσει, και βοτάνια 190 θα βάλει απάνου τους πικρούς να σταματήσει πόνουςΈτσι είπε, και το θεϊκό διαλαλητή του κράζει «Ταρθύβη, τρέχα το Μαχά εφτύς εδώ να φέρεις, τ' άξιο βλαστάρι τ' Ασκληπιού, τ' ασύγκριτου χερούργου, για να κοιτάξει την πληγή του βασιλιά Μενέλα 195 που κάπιος τον σαΐτεψε, τεχνίτης στο δοξάρι, Τρώας ή σύμμαχος, τιμή για αφτόν, για μας λαχτάρα.». Είπε, κι' ο κράχτης άκουσε του βασιλιά το λόγο, και τράβηξε να πάει γοργός, μες στου στρατού την πύκνα γυρέβοντας τον αρχηγό Μαχά.